Προσευχηθείτε να περάσει αυτό το σύννεφο
που πάει να γίνει πεπρωμένο μας.
Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ’χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
[...]
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Δίχως εσέ, δε θα ’βρισκαν
νερό τα περιστέρια.
Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ’ όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε. Έχουμε πατρίδα.
Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
και φάνη ο μέγας κόσμος·
μέσα στο λίκνο της χαράς,
έχασα τη φωνή μου.
[...] Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είν’ έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή.
Κι όποιος μετράει τα χρώματα, χάνει τα δάχτυλά του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένας άνθρωπος
σκάφτει ή σφυρίζει ή πλένει τα χέρια του.
Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο,
εκεί που βαστώντας το μαστό της μητέρας του
[...]
κοιμάται ένα βρέφος, μοναξιά δεν υπάρχει.
Διαδέχονται οι μέρες μου γρήγορα η μια τους την άλλη,
σα να ’ναι πουλιά που κυνηγιούνται στο σούρουπο
μιας ερήμου, μπερδεύονται, πέφτουνε το ένα τους
πάνω στο άλλο, χτυπιούνται ―σωριάζονται,
γίνονται ένα σώμα οι μέρες μου. Σφηνώνονται μες
στις Κυριακές οι Δευτέρες, μπλέκονται οι μήνες
καθώς τα χαρτιά της τράπουλας: Μάρτης
κι αμέσως Δεκέμβρης, Αύγουστος έπειτα,
παγώνουν οι άκρες των χεριών μου καθώς
ψηλαφώ το λαβύρινθο, προσπαθώντας να βάλω μετά
την Κυριακή τη Δευτέρα, ή τον Απρίλη
πριν απ’ το Μάη. Να χωρίσω ξανά
τη βδομάδα σε εικοσιτετράωρα.
Το σύμπαν ολόκληρο είναι ένα όστρακο
που εκκολάφτηκε μέσα του τ’ ακριβό
μαργαριτάρι ο άνθρωπος.