Βιβλιοθήκη Παραθέματα Καβάφης Κωνσταντίνος Πέτρου
Καβάφης Κωνσταντίνος Πέτρου
Γέννηση: Aλεξάνδρεια 1863
Θάνατος: Aλεξάνδρεια 1933
Έργα
1.

[Ο Παπαδιαμάντης] είναι λαμπρά ασκημένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα ― τα ποια πρέπει να λεχθούν, τα ποια πρέπει να παραλειφθούν, και εις τα ποια πρέπει να σταματηθεί η προσοχή.

[ Για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ], 1908. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 147.
2.

Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία.

[ Εκκλησία και Θέατρον ], 1918. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 142.
3.

Απ’ όλη μας την δημοτική ποίησι, τα μοιρολόγια μ’ ελκύουν πιότερο. Στην συγκίνησί των αφίνομαι, κ’ η υπερβολή του θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου· στον θάνατον εμπρός τέτοιον καϋμό θέλω.

[ Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού ], 1914. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 122.
4.

Α, τι καλοί στίχοι. Όσοι αγαπήσαμε και χάσαμε ― πώς την ξέρουμε την «δίψα στην καρδιά και κάψα μες στ’ αχείλι».

[ Καρπαθιακά δημοτικά άσματα ], 1917. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 130.
5.

Και τι άλλο είναι η Τέχνη παρά λεπτομέρειες;

[Προφορική παράδοση]. Πεζά. Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, 1963. 240.
6.

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
 
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι ―το σωστό― εις όλην την ζωή του.

«Che fece.... Il gran rifiuto». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.
7.

Εγώ φοβούμενος τα τετριμμένα,
πολλούς μου λόγους αποσιωπώ.
Εν τη καρδία μου είναι γραμμένα
πολλά ποιήματα· και τα θαμμένα
εκείνα άσματά μου αγαπώ.

«Nous n’osons plus chanter les roses», 1-5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 30.
8.

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
 
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται οι πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.―
 
 
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε να ’καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.

«Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 84.
9.

Ιουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί, Ιουδαίοι πιστοί ― προ πάντων.
Αλλά, καθώς που το απαιτούν οι περιστάσεις,
και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες·
και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας
μονάρχας σχετισμένοι ― πλην σαν ίσοι, και ν’ ακούεται.
Τωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς,
ετελεσφόρησε περιφανώς
το έργον που άρχισαν ο μέγας Ιούδας Μακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του.

«Αλέξανδρος Ιανναίος, και Αλεξάνδρα», 18-26. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 82.
10.

Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε.
 
Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον.
 
Οικείος κήπος είν’ η φύσις δι’ αυτούς.
 
Εν παραδείσω σκοτεινώ οι άνθρωποι
οι άλλοι ψηλαφώσι δρόμον χαλεπόν.
Κ’ η μόνη λάμψις ήτις κάποτ’ ως σπινθήρ
εφήμερος φωτίζει της πορείας των
την νύκτα, είναι σύντομός τις αίσθησις
μαγνητικής τυχαίας γειτνιάσεως―
βραχεία νοσταλγία, ρίγος μιας στιγμής,
όνειρον ώρας της ανατολής, χαρά
αναίτιός τις αιφνιδίως ρέουσα
εν τη καρδία κ’ αιφνιδίως φεύγουσα.

«Αλληλουχία κατά τον Βωδελαίρον», 25-37. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 27.
11.

[...] Η έλλειψις προσηκούσης υλικής υποστηρίξεως εμποδίζει συχνά την ανάπτυξι πολλών ταλάντων, αν όχι της πρώτης γραμμής (διότι η μεγάλη διάνοια, πιστεύω, είτε ενθαρρυνομένη είτε όχι, θα παράξει πάντα το έργον της) όμως ταλάντων αξίας, κ’ εν εαυτοίς και ως εκ της συντελεστικής επιρροής των επί της μορφώσεως της όλης φιλολογίας.
    Αλλά κοντά στα πολλά δυσάρεστα και βλαβερά που έχει η κατάστασις [...] ας σημειώσω ―για νάχουμε και μια παρηγοριά στον καϋμό μας― κ’ ένα καλό της. Αυτό το καλό είναι η πνευματική ανεξαρτησία την οποίαν χαρίζει. [...]
    Ο συγγραφεύς που έχει υπ’ όψιν βεβαιότητα, ή και πιθανότητα, να πουλήσει ολόκληρη την έκδοσί του, και ίσως κατόπι κι άλλες εκδόσεις, επηρεάζεται ενίοτε απ’ αυτήν την μέλλουσα πούλησι. Όσο κι αν είναι ειλικρινής και με πεποιθήσεις θα τύχουν ―σχεδόν χωρίς να το θέλει, σχεδόν χωρίς να το νοιώθει― στιγμές που, γνωρίζοντας πώς σκέπτεται και τι αρέσει και τι αγοράζει το κοινόν, θα κάμει κάτι μικρές θυσίες ― θα πει τούτο κομμάτι αλλέως, και θα παραλείψει εκείνο. Και δεν υπάρχει πράγμα πιο ολέθριο για την Τέχνη (μόνο που το βάζει ο νους μου, και φρίττω) παρά να λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως και να παραλείπεται εκείνο.

«Ανεξαρτησία». Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 273.
12.

Ή τέλος, δυνατόν και στα πολιτικά
να επέστρεφεν ― αξιεπαίνως ενθυμούμενος
τες οικογενειακές του παραδόσεις,
το χρέος προς την πατρίδα, κι άλλα ηχηρά παρόμοια.

«Από την σχολήν του περιωνύμου φιλοσόφου», 26-29. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 35.
13.

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές―
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 26.
14.

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
[...]
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή ― τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
 
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
 
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

«Απ’ τες εννιά―», 1-2, 6-21. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 67.
15.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους―
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
 
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παραευθύς στον Υρκανό.
[...]
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
 
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο, καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

«Ας φρόντιζαν», 18-27, 29-36. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 90-91.
16.

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.
Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε
επιμελέστατος. Και θα επιμείνω,
ότι κανείς καλλίτερά μου δεν γνωρίζει
Πατέρας ή Γραφάς, ή τους Κανόνας των Συνόδων.
[...]
Αλλά εξόριστος εδώ [...]
[...] και δεινώς ανιών,
ουδόλως άτοπον είναι να διασκεδάζω
εξάστιχα κι οκτάστιχα ποιών
[...]
και να συνθέτω ιάμβους ορθοτάτους,
όπως ― θα μ’ επιτρέψετε να πω ― οι λόγιοι
της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.
Αυτή η ορθότης, πιθανόν, είν’ η αιτία της μομφής.

«Βυζαντινός άρχων, εξόριστος, στιχουργών», 1-5, 9-12, 16-19. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 27.
17.

Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν
που να ’χουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,
που κι ο ρυθμός κ’ η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.

«Για τον Αμμόνη, που πέθανε 29 ετών, στα 610», 13-16. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 83.
18.

Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη!
 
Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά
[...]
Να γίνει πάλι κράτος δυνατό η Συρία,
με τους στρατούς της, με τους στόλους της,
με τα μεγάλα κάστρα, με τα πλούτη.
 
Υπέφερε, πικραίνονταν στην Ρώμη
σαν ένοιωθε στες ομιλίες των φίλων του,
[...]
μες σ’ όλην την λεπτότητα και την ευγένεια
που έδειχναν σ’ αυτόν, του βασιλέως
Σελεύκου Φιλοπάτορος τον υιό―
σαν ένοιωθε που όμως πάντα υπήρχε μια κρυφή
ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες·
που ξέπεσαν, που για τα σοβαρά έργα δεν είναι,
για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες.
[...]
ιδού που έχει θέλησιν αυτός·
θ’ αγωνισθεί, θα κάμει, θ’ ανυψώσει.
[...]
Α στην Συρία μονάχα να βρεθεί!
Έτσι μικρός απ’ την πατρίδα έφυγε
που αμυδρώς θυμούνταν την μορφή της.
Μα μες στην σκέψη του την μελετούσε πάντα
σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας το πλησιάζεις,
σαν οπτασία τόπου ωραίου, σαν όραμα
ελληνικών πόλεων και λιμένων.―
 
Και τώρα;
        Τώρα απελπισία και καϋμός.
Είχανε δίκιο τα παιδιά στην Ρώμη.
[...]
 
Και μες στην μαύρη απογοήτευσί του,
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν· που, κ’ εν τη αποτυχία του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει.
 
Τ’ άλλα ― ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.
Αυτή η Συρία ― σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του,
αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα.

«Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)», 1-2, 5-9, 11-17, 20-21, 27-36, 41-47. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 18-19.
19.

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.

«Διακοπή», 1-2. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 106.
20.

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα, κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

«Δυνάμωσις». Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 83.
21.

Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,
η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.

«Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών», 19-22. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 64-65.
22.

Ανασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός,
νευρίασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως.
Ακούς εκεί; Ο Απόλλων ενοχλείται.
[...]
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε.
[...]
Ο Απόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.
 
Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού·
το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή.
 
Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος.
Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά
μεγάλη κόρωσε, μια φοβερή φωτιά:
και κάηκε και το τέμενος κι ο Απόλλων.
 
Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια.
 
Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδωσε ―
τι άλλο θα έκαμνε ― πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

«Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», 16-19, 21, 23-35. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 99-100.
23.

Κάθομαι και ρεμβάζω.     Επιθυμίες κ’ αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην ―     κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές·     ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες.     Ας αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει     Μορφήν της Καλλονής·
σχεδόν ανεπαισθήτως     τον βίον συμπληρούσα,
συνδυάζουσα εντυπώσεις,     συνδυάζουσα τες μέρες.

«Εκόμισα εις την Τέχνη». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 33.
24.

Πάντως δεν θα διαρκούσανε πολύ. Η πείρα
των χρόνων με το δείχνει. Αλλ’ όμως κάπως βιαστικά
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
Ήτανε σύντομος ο ωραίος βίος.
Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα

«Εν Εσπέρα», 1-5. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 91.
25.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
 
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
 
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
[...]
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
 
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.―
 
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, νά, τραβούμ’ εμπρός.

«Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.», 1-14, 23-36. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 72-73.
26.

Να πεις στον βασιλέα Μιθριδάτη:
λίαν σπανίως βρίσκεται ο εταίρος του προγόνου του
ο ευγενής, που εγκαίρως με την λόγχην γράφει
στο χώμα επάνω το σωτήριον Φεύγε, Μιθριδάτα.

«Εν πορεία προς την Σινώπην», 23-26. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 77.
27.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα ―τι τρέλλα!―
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

«Ένας Γέρος», 10-12. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 102.
28.

Όταν κανένας των περνούσεν απ’ της Σελευκείας
την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει,
σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,
με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,
[...]
οι διαβάται τον εκύτταζαν
κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,
κι αν ήταν Έλλην της Συρίας ή ξένος. Αλλά μερικοί,
που με περισσοτέρα προσοχή παρατηρούσαν,
εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·
κ’ ενώ εχάνετο κάτω απ’ τες στοές,
μες στες σκιές και μες στα φώτα της βραδυάς,
πηαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα
μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,
και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,
ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Αυτών,
και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του
στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν
απ’ τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.

«Ένας Θεός των», 1-4, 6-19. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 77.
29.

Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό.―

«Ένας νέος, της Τέχνης του Λόγου ― στο 24ον έτος του», 1. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 69.
30.

Ας την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς ― τι άλλο είμεθα; ―
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Ασίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.
[...]
Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.

«Επάνοδος από την Ελλάδα», 10-14, 27-29. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 96-97.
31.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις, επέστρεφε και παίρνε με―
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
 
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....

«Επέστρεφε». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 60.
32.

Υπήρξεν δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός ―
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.

«Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής», 14-17. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 42.
33.

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

«Έτσι πολύ ατένισα―», 1-2. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 87.
34.

Εις το περίτεχνον αυτό μνημείον
[...]
είναι θαμένος ο ωραίος Ευρίων.
Παιδί Αλεξανδρινό, είκοσι πέντε χρόνων.
[...]
Έκαμε μαθητής του Αριστοκλείτου στην φιλοσοφία,
του Πάρου στα ρητορικά. Στας Θήβας τα ιερά
γράμματα σπούδασε. Του Αρσινοΐτου
νομού συνέγραψε ιστορίαν. Αυτό τουλάχιστον θα μείνει.
Χάσαμεν όμως το πιο τίμιο ― την μορφή του,
που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία.

«Ευρίωνος Τάφος», 1, 4, 5, 8-13. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 48.
35.

Και μες στη τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.

«Ζωγραφισμένα», 12. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 55.
36.

Μεγάλη δύναμις, «η ποίησις που συγχωρεί»! Η ποίησις ήτις δίδει μόνη την αθανασίαν ―αθανασίαν αληθή, ευρείαν, ακλόνητον― και κατανοεί ορθότερον την αλήθειαν διότι σκέπτεται ―εάν μοι επιτρέπεται η έκφρασις― διά της καρδίας.

«Η ποίησις του κ. Στρατήγη», 1893. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 88.
37.

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου ― σαν νεκρός ― θαμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
 
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά ’βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού ― μη ελπίζεις ―
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

«Η Πόλις». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 21.
38.

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα,
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
[...]
και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στην σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

«Η Σατραπεία», 1-8, 10-21. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 22.
39.

    Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.
 
    Κεφάλαια μεγάλ’ αν έχει αμφιβάλλω.
Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κρίσι
εξαφνικά τας πληρωμάς της σταματήσει.

«Η Τράπεζα του Μέλλοντος». Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 66.
40.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θα ’ταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι το ’χουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
 
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
[...]
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι,
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
 
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

«Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», 10-14, 17-25. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 74.
41.

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.

«Ηδονήι». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 86.
42.

Χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως....

«Ήλθε για να διαβάσει―», 11. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 46.
43.

Οι τα φαιά φορούντες,     περί ηθικής λαλούντες ―

«Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», 11-12. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 43.
44.

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
 
Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει,
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

«Θερμοπύλες». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 107.
45.

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μόνο τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή ― και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες ― πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

«Θυμήσου, Σώμα...». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 95.
46.

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει
[...]
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
 
Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
 
Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
 
Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
 
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

«Ιθάκη», 1-8, 11-36. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 29-30.
47.

«...Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται·
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που αισθάνεται όπως θέλει αυτή ―
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει η υγεία...»
___________________________________
 
Αγάπησέ την πιότερο αν μ’ αγωνία την αποκτάς.
Σκέψου τι χαλαρή και τι κατώτερη
είν’ η ευκολοαπόκτητη ηδονή.
Η ηδονή η δική σου που την φθάνεις
πότε με ψεύδη, πάντοτε κρυφά,
ζητώντας την με ανησυχία κ’ εμμονή,
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που αισθάνεται όπως θέλεις,
που με την φαντασία την συμπληροίς,
μη την συγκρίνεις με αλλονών εύκολες απολαύσεις.

«Ίμενος», 1-5. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 16. / «Αγάπησέ την πιότερο». Ανέκδοτα ποιήματα. Ίκαρος, 1968. ι΄.
48.

Α, νά, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου ―άφισα επίτηδες να σβύνει―
εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,
με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν
μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,
χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου
[...]

«Καισαρίων», 15-28. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 73-74.
49.

«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά ―την εμορφιά του, την αγάπη του.
 
Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»

«Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 92.
50.

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα―
[...]
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
[...]
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
 
Δε θέλω να γυρίσω, να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

«Κεριά», 1-2, 4-5, 8-13. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 101.
51.

Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα ―
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Αλλ’ ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Κατόπι ― στην τελειοτέρα κοινωνία ―
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει.

«Κρυμμένα». Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 92.
52.

Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη―φέρει
καθείς τον λίθον του· ο είς λόγους, βουλάς, ο άλλος
πράξεις―και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρει
υψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος
 
εάν επέλθη, σωρηδόν οι αγαθοί εργάται
ορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.
Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάται
υπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,
 
ίνα η γενεά αυτή γνωρίση ευτυχίαν
άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίαν
χωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.
 
Αλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήση·
η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίση
κ’ εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίση.

«Κτίσται». Αποκηρυγμένα ποιήματα και μεταφράσεις. Ίκαρος, 1983. 21.
53.

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

«Μάρτιαι Ειδοί», 1-5. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 24.
54.

Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.

«Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου», 5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 103.
55.

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω, Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
 
Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.―
Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε ―για λίγο― να μη νοιώθεται η πληγή.

«Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 30.
56.

[...]     φαντάζει απλό και γνήσιο
του έρωτος παιδί,     που άνω απ’ την τιμή,
και την υπόληψί του     έθεσε ανεξετάστως
της καθαρής σαρκός του     την καθαρή ηδονή.
 
Απ’ την υπόληψί του;     Μα η κοινωνία που ήταν
σεμνότυφη πολύ     συσχέτιζε κουτά.

«Μέρες του 1896», 32-42. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 63.
57.

Μέσα στα καπηλειά     και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι.     Δεν ήθελα να μένω
στην Αλεξάνδρεια εγώ.     Μ’ άφισεν ο Ταμίδης·
κ’ επήγε με του Επάρχου     τον υιό, για ν’ αποκτήσει
μια έπαυλι στον Νείλο,     ένα μέγαρον στην πόλιν.
Δεν έκανε να μένω     στην Αλεξάνδρεια εγώ.―
Μέσα στα καπηλειά     και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι.     Μες σ’ ευτελή κραιπάλη
διάγω ποταπώς.     Το μόνο που με σώζει
σαν εμορφιά διαρκής,     σαν άρωμα που επάνω
στην σάρκα μου έχει μείνει,     είναι που είχα δυο χρόνια
δικό μου τον Ταμίδη,     τον πιο εξαίσιο νέο,
δικό μου όχι για σπίτι     ή για έπαυλι στον Νείλο.

«Μέσα στα καπηλειά―». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 58.
58.

Τραγούδι διακόπτον ―ήθελον είπει μάλλον, συνοδεύον― την σιωπήν καλοκαιρινής νυκτός είναι [...] η φυσική μουσική. Είναι η αληθής μουσική, νομίζω, της ψυχής, όπως η άσπλαγχνος βοή του κλειδοκυμβάλου του σαλονιού είναι η μουσική της διαταράξεως των νεύρων.

«Μία νυξ εις το Καλιντέρι». Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 161.
59.

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης,
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι, στο μπαρ προχθές ― βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός ―
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.

«Μισή Ώρα». Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 101.
60.

Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
    του αχαρίστου όχλου των θνητών.

«Μνήμη», 1-2. Αποκηρυγμένα ποιήματα και μεταφράσεις . Ίκαρος, 1983. 47.
61.

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι―
οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφίνουν.
 
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

«Μονοτονία». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 28.
62.

Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν: Η συντροφιά μας να ’ναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Απόλλωνος ― ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

«Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», 49-53. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 80.
63.

Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
 
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν ― πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας. [...]

«Να μείνει», 7-11. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 14.
64.

Πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·
[...]
Δώσε ―κηρύττω― στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.

«Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.», 12, 13, 16-19. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 22.
65.

Αλλά αυτή είναι η συνήθης υπεκφυγή εκείνων οίτινες θέλουσιν ευσχήμως να αποφύγωσι την εκτέλεσιν γενναίας πράξεως. Φοβούνται τας συνεπείας. [...] Μη είναι υποχρεωμένος τις να φέρη όλα μέχρις υπερβολής; Είναι υποχρεωμένος τις να εξακολουθή εφαρμόζων μίαν αγαθήν αρχήν μέχρις ότου διά της καταχρήσεως καταστή μωρά; Κατά την λογικήν ταύτην λοιπόν δεν πρέπει ποτέ να ελεή τις πτωχόν, διότι αν ήτο να ελεήση όλους τους πτωχούς του κόσμου ήθελε καταντήση χιλιάκις πτωχότερος του πτωχοτέρου;

«Νεώτερα περί των Ελγινείων Μαρμάρων», 1891. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 38.
66.

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος―
πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
 
Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες....
 
Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.
 
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.
 
Γι’ αυτό κ’ οι μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ’ οι αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω,
διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ.

«Νόησις». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 68.
67.

[...] έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

«Ο Βασιλεύς Δημήτριος», 6-12. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 33.
68.

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Από αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ.) Αλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως ― μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.
 
Αλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.
 
Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο ― φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.
 
Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.
 
Και να ’ταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
[...]
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε μας.―
 
Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κ’ έρχεται―
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

«Ο Δαρείος», 1-26, 28-37. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 24-25.
69.

Αν είσαι απ’ τους αληθινά εκλεκτούς,
την επικράτησί σου κύτταζε πώς αποκτάς.
Όσο κι αν δοξασθείς [...]
μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,
μήτε ανώτερος ― τι ανώτερος; ― άνθρωπος θα αισθανθείς,
όταν, στην Αλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει,
επάνω σε σινί αιματωμένο,
του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.
 
Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει ―
αόρατος, άυλος ― ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.

«Ο Θεόδοτος», 1-3, 8-19. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 27.
70.

Ήτανε δυνατόν ποτέ ν’ απαρνηθούν
την έμορφή τους διαβίωσι· την ποικιλία
των καθημερινών τους διασκεδάσεων· το λαμπρό τους
θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!
 
Ανήθικοι μέχρι τινός ― και πιθανόν μέχρι πολλού ―
ήσαν. Αλλ’ είχαν την ικανοποίησι που ο βίος τους
ήταν ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας,
ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος.
 
Να τ’ αρνηθούν αυτά, για να προσέξουν κιόλας τι;
 
Τες περί των ψευδών θεών αερολογίες του,
τες ανιαρές περιαυτολογίες·
την παιδαριώδη του θεατροφοβία·
την άχαρι σεμνοτυφία του· τα γελοία του γένεια.
 
Α βέβαια προτιμούσανε το Χι,
α βέβαια προτιμούσανε το Κάππα· εκατό φορές.

«Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 61.
71.

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας ―
[...]
Μα ώς κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδιά της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

«Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει», 10, 14-17. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 48.
72.

Μα ο παλαιός καθρέπτης που είχε δει και δει,
κατά την ύπαρξίν του την πολυετή,
χιλιάδες πράγματα και πρόσωπα·
μα ο παλαιός καθρέπτης τώρα χαίρονταν,
κ’ επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του
την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά.

«Ο καθρέπτης στην είσοδο», 13-18. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 87.
73.

Εκτιμώ περισσότερον τας παρατηρήσεις των μεγάλων ανδρών παρά τα συμπεράσματά των. Οι μεγαλοφυείς νόες παρατηρούσι μετ’ ακριβείας και ασφαλείας· όταν δε μας εκθέσωσι τα υπέρ και τα κατά ενός ζητήματος, δυνάμεθα ημείς να ποιήσωμεν το συμπέρασμα. Διατί όχι αυτοί; [...] Απλώς διότι δεν έχω πολλήν πεποίθησιν περί της απολύτου αξίας ενός συμπεράσματος. Από τα αυτά διδόμενα εγώ σχηματίζω τοιαύτην κρίσιν και άλλος άλλην· είναι δε δυνατόν να ήναι αμφότεραι εναντίαι και αμφότεραι ορθαί καθ’ όσον αφορά έκαστον άτομον, διότι υπαγορεύονται υπό των ιδιαιτέρων μας περιστάσεων και ιδιοσυγκρασιών ή συμμορφούνται προς αυτάς.

«Ο Σακεσπήρος περί της ζωής», 1891. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 47.
74.

Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας βλάψουνε ποτέ.
Κατόπι θά ’λθουν οι εχθροί μας, οι καινούριοι σοφισταί.
[...] Τα σημερινά
τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και κωμικά
ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ’ αλλάξουν τα σοφιστικά,
το ύφος και τας τάσεις οι εχθροί. Όμοια σαν κ’ εμένα,
και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε τα περασμένα.
Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά,
θα τ’ αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά,
τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο).
Καθώς κ’ εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε μ’ άλλον τρόπο.

«Οι Εχθροί», 7-8, 10-18. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 81.
75.

Ομνύει κάθε τόσο     ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα     με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της,     και με τες υποσχέσεις της·
αλλ’ όταν έλθ’ η νύχτα     με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπηαίνει.

«Ομνύει». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 62.
76.

Όποιος απέτυχε, όποιος ξεπέσει,
τι δύσκολο να μάθει της πενίας
την νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.

«Όποιος απέτυχε», 1-3. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 50.
77.

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
 
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

«Όσο Μπορείς». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 31.
78.

[...] Όμως δεν θα μας γελά
το Απαραίτητος, το Μόνος, το Μεγάλος.
Και απαραίτητος, και μόνος, και μεγάλος,
αμέσως πάντα βρίσκεται κανένας άλλος.

«Όταν ο Φύλαξ είδε το Φως», 22-25. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 80.
79.

Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει ― το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

«Ούτος Εκείνος», 8-10. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 49.
80.

Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
 
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης.
[...]
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον, με την παράξενή του γλώσσα,
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

«Πάρθεν», 1-4, 11-14. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 108.
81.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

«Περιμένοντας τους Βαρβάρους», 35-36. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 111.
82.

Στην Ρώμη δόθηκε ο χρησμός· έγιν’ εκεί η μοιρασιά.

«Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια», 16. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 70.
83.

[...] Έμορφος·
κ’ ενδιαφέρων: έτσι που έδειχνε φθασμένος
στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοσι.
Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει.
[...]
Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντηλιών
και τι κοστίζουν· με φωνή πνιγμένη,
σχεδόν σβυσμένη απ’ την επιθυμία.
Κι ανάλογα ήλθαν οι απαντήσεις,
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεση.

«Ρωτούσε για την ποιότητα―», 7-10, 19-24. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 88-89.
84.

Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται. Η ακοή
 
αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί.

«Σοφοί δε Προσιόντων». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 23.
85.

«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»―
 
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
Α, βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».
 
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.
 
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.
 
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
 
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
 
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

«Στα 200 π.Χ.». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 93-94.
86.

Ο νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

«Στην Εκκλησία», 10-11. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 52.
87.

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
 
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
 
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

«Στον ίδιο χώρο». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 86.
88.

Είν’ η ψυχή μου εν τω μέσω της νυκτός
συγκεχυμένη και παράλυτος. Εκτός,
    εκτός αυτής γίνεται η ζωή της.
 
Και περιμένει την απίθανον ηώ.

«Σύγχυσις», 1-4. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 60.
89.

Γιατί ήταν φανερό σαν έβλεπες το έργον
(εύκολα νοιώθονταν η ιδέα του καλλιτέχνου),
που για όσους αγαπούνε κάπως υγιεινά,
μες στ’ οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες,
δεν ήταν προωρισμένος ο έφηβος
της ζωγραφιάς ― με καστανά, βαθύχροα μάτια·
[...]
και τα ιδεώδη χείλη του που φέρνουνε
την ηδονή εις αγαπημένο σώμα·
με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτια
που αναίσχυντα τ’ αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική.

«Σ’ ένα βιβλίο παληό―», 7-12, 15-18. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 39.
90.

«Τωόντι», είπ’ ο ανθύπατος, κλείοντας το βιβλίο [...]
Πόσα θα πούμ’ εκεί [= στον Άδη], πόσα θα πούμ’ εκεί,
και πόσο θα φανούμε διαφορετικοί.
Αυτά που εδώ σαν άγρυπνοι φρουροί βαστούμε,
πληγές και μυστικά που μέσα μας σφαλνούμε,
με καθημερινή αγωνία βαρειά,
ελεύθερα εκεί και καθαρά θα πούμε».
 
«Πρόσθεσε», είπε ο σοφιστής, μισοχαμογελώντας,
«αν τέτοια λεν εκεί, αν τους μέλλει πια».

«Τα δ’ άλλα εν Αδου τοις κάτω μυθήσομαι», 1, 4-11. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 94.
91.

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά ’βρω τα παράθυρα. ― Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο, θα ’ναι παρηγορία.―
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ’βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.

«Τα Παράθυρα». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.
92.

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
 
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
 
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
 
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

«Τείχη». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 117.
93.

Στίχοι του νέου Τεμέθου     του ερωτοπαθούς.
Με τίτλον «Ο Εμονίδης»―     του Αντιόχου Επιφανούς
ο προσφιλής εταίρος·     [...]
[...]                    Μα αν έγιναν οι στίχοι
θερμοί, συγκινημένοι,     είναι που ο Εμονίδης
[...]
[...]                    στο ποίημα ετέθη
ως όνομα ψιλόν·     ευάρμοστον εν τούτοις.
Μια αγάπη του Τεμέθου     το ποίημα εκφράζει
[...]                    Εμείς οι μυημένοι
[...]
γνωρίζουμε για ποιόνα     εγράφησαν οι στίχοι.
Οι ανίδεοι Αντιοχείς     διαβάζουν, Εμονίδην.

«Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.», 1-5, 8-10, 16-20, 22, 25-28. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 49.
94.

Θα ’ναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτύτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
 
Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιω πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.
 
Κι αν δεν θυμούμαι, πού ― ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.
 
Α τώρα, νά, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι,
γνωρίζω κάθε κίνηση που κάμνει ― κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.

«Το Διπλανό Τραπέζι». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 94.
95.

Πιστεύω το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξεις
της ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξις
αλλ’ ένστικτον. Θα προστεθή η ουρανία λέξις
 
εις της ζωής την ατελή, την άλλως άνουν φράσιν.
Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθή την δράσιν.
Ότε διά παντός κλεισθή το βλέμμα εις την Πλάσιν,
 
θα ανοιχθή ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.
Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύση εξ εκάστου
Ευαγγελίου του Χριστού ― ζωής αδιασπάστου.

«Το Μετέπειτα». Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 34.
96.

Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

«Το Πρώτο Σκαλί», 12-15. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 105.
97.

Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή
με το μολύβι απεικόνισίς του.
 
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας.
 
Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.
 
Απ’ τον Καιρό. Ειν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά―
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.

«Του πλοίου». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 17.
98.

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος.
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θα ’ναι ο έπαινός σας.―
 
Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

«Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 37.
99.

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
 
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
 
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας―
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

«Φωνές». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 99.
100.

Μα τώρα πια δεν θέλει     μήτε τες φορεσιές,
και μήτε διόλου τα     μεταξωτά μαντήλια,
και μήτε είκοσι λίρες,     και μήτε είκοσι γρόσια.
 
Την Κυριακή τον θάψαν,     στες δέκα το πρωί.
Την Κυριακή τον θάψαν:     πάει εβδομάς σχεδόν.
 
Στην πτωχική του κάσα     του έβαλε λουλούδια,
ωραία λουλούδια κι άσπρα     ως ταίριαζαν πολύ
στην εμορφιά του και     στα είκοσι δυο του χρόνια.
 
Όταν το βράδυ επήγεν ―     έτυχε μια δουλειά,
μια ανάγκη του ψωμιού του ―     στο καφενείον όπου
επήγαιναν μαζύ:     μαχαίρι στην καρδιά του
το μαύρο καφενείο     όπου επήγαιναν μαζύ.

«Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ», 31-54. Τα ποιήματα, Β΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 83-84.
101.

Ο τίτλος [του «Πολύ σπανίως»] αποτελεί ένα σχόλιον στο ποίημα.

Γ. Λεχωνίτης, Καβαφικά αυτοσχόλια, 1942. 30.
102.

Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχει μόνον Νέον και Παλαιόν, ― και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;

Σημείωμα Γ΄ (16.9.1902). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 24.
103.

Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με «απλούς» δεν εννοώ «βλαξ»: αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει ένα θεσμόν [...]· ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτή· ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν οφελεί να ομιλήση [...] Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατικήν ποινήν. Μόλις τύχει ευκαιρία, το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι, επειδή θα το πω εγώ, θα την καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι, λέγωντάς το συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνή κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβη ίσως κανείς, και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί, από τους μη συμφωνούντας τώρα να τον θυμηθή κανένας ―εις ευνοϊκήν περίστασιν εις το μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις.― Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να πράξω. Γι’ αυτό λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα πράξη άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια ―εμού του δειλού― θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος.

Σημείωμα Δ΄ (19.10.1902). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 25-26.
104.

Δεν ξεύρω αν η διαστροφή δίδει δύναμιν. Κάποτε το νομίζω. Αλλά είναι βέβαιον ότι είναι η πηγή μεγαλείου.

Σημείωμα Ζ΄ (13.12.1902). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 29.
105.

Οι μοναχοί βλέπουν πράγματα τα οποία δεν βλέπομεν ημείς· βλέπουν οράματα από τον υπερφυσικόν κόσμον. Λεπτύνουν την ψυχήν διά της μονώσεως και της σκέψεως και της εγκρατείας. Ημείς την αμβλύνομεν διά της συναναστροφής, της απουσίας της σκέψεως, και της απολαύσεως. [...] Όταν είναι τις μόνος εις μίαν σιωπηλήν κάμαραν, ακούει καθαρά τον κτύπον του ωρολογίου. Εάν όμως εισέλθουν άλλοι και αρχίση ομιλία και κίνησις, παύει τις να τον ακούει. Αλλά ο κτύπος δεν παύει του να ήναι προσιτός εις την ακοήν.

Σημείωμα Η΄ (1904;). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 30.
106.

Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω, αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη: «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλήτερη Κερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες ―προδότη και ταπεινέ― για το ελεεινά σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής ― βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένης, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα.

Σημείωμα Ι΄ (Ιούνιος 1905). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 32-33.
107.

Εκείνο που για μένα κάμνει την Αγγλική φιλολογία ψυχρή είναι [...] η συντηρητικότης, η δυσκολία ―ή η ακουσιότης― να χωρισθούν από τα παραδεδεγμένα, και ο φόβος μη προσκρούσουν προς την ηθική ―την ψευτο-ηθική, γιατί έτσι πρέπει να πούμε την ηθική που καμώνεται την ανήξερη.
     Σ’ αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια, πόσα Γαλλικά βιβλία ―και καλά και κακά― γράφηκαν τα οποία εξετάζουν και παίρνουν γενναία υπ’ όψιν την νέα φάσι του έρωτος. Νέα δεν είναι· μόνο για αιώνες παραμελήθηκε, με την πρόληψη πως ήταν τρέλλα (η επιστήμη λέγει όχι) ή έγκλημα (η λογική λέγει όχι). Κανένα Αγγλικό, που να ξέρω. Γιατί; Γιατί φοβούνται να μη προσκρούσουν στες προκαταλήψεις. Κ’ εν τοσούτω και στους Άγγλους υπάρχει αυτός ο έρως, καθώς υπάρχει ―και υπήρξε― σ’ όλα τα έθνη, σε λιγοστούς ανθρώπους βέβαια.

Σημείωμα ΙΒ΄ (Οκτώβριος 1905). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 35.
108.

Οι άθλιοι νόμοι της κοινωνίας ― μήτε της υγιεινής, μήτε της κρίσεως απόρροια ― με μίκραιναν το έργον μου. Εδέσμευσαν την έκφρασί μου· μ’ εμπόδισαν να δώσω φως και συγκίνησιν εις όσους είναι σαν κ’ εμένα καμωμένοι. [...] Τέλος, τι να κάμω; Πάω άδικα, αισθητικώς. Και θα μείνω αντικείμενον εικασίας· και θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ’ τα όσα αρνήθηκα.

Σημείωμα ΙΓ΄ (15.12.1905). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 36.
109.

Μια άλλη ενασχόλησις ― μια βιοποριστική εργασία οιαδήποτε, όχι βέβαια τόσω βαρεία ή τόσο μακρά που να τον παίρνει όλον του τον καιρό ― είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τον καλλιτέχνη. Τον refreshes him [= ανανεώνει], τον ασσαινίρει [= εγγειοβελτιώνει] σχεδόν τον ξεκουράζει. Σε μερικούς καλλιτέχνας τουλάχιστον συμβαίνει τούτο.

Σημείωμα ΙΗ΄ (13.5.1907). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 41.
110.

Χωρίς τον ενθουσιασμό ― μέσα στον ενθουσιασμό βάζω και την οργή ― δεν μπορεί να δουλέψει η ανθρωπότης. Επάνω στον ενθουσιασμό όμως δεν δουλέβει καλά. Πρέπει να περάσει ο ενθουσιασμός, διά να εργασθεί αποτελεσματικά, αλλά και τότε ― στην νηφαλία κατάστασι ― κάμνει έργα που πηγάζουν από την περίοδο του ενθουσιασμού. Όποιος ενθουσιάζεται πάρα πολύ, δεν μπορεί να κάμει καλή εργασία· όποιος δεν ενθουσιάζεται ποτέ, μήτε.

Σημείωμα ΙΣΤ΄ (24.1.1907). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 39.
111.

Το ξέρω που για να επιτύχει κανείς στην ζωή, και για να εμπνέει σεβασμό, χρειάζεται σοβαρότης. Και όμως με είναι δύσκολο να είμαι σοβαρός, και δεν εκτιμώ την σοβαρότητα.
    Ας εξηγηθώ καλλίτερα. Με αρέσει στα σοβαρά μόνον, η σοβαρότης· δηλαδή μισή ώρα ή μία ώρα ή δύο ή τρεις ώρες σοβαρότητα την ημέρα. Συχνά, βέβαια, και σχεδόν ολόκληρη μέρα σοβαρότητα.
    Άλλως, με αρέσουν τα χωρατά, η αστειότης, η ειρωνεία η με ευφυή λόγια [...]
    Αλλά δεν κάνει.
    Δυσκολεύει τες δουλειές.
    Διότι ως επί το πλείστον έχεις να κάμνεις με ζευζέκηδες και αμαθείς. Αυτοί δε είναι πάντοτε σοβαροί. [...] Τα σέρια [= σοβαροφανή] τους μούτρα είναι αντικατοπτρισμός. Όλα τα πράγματα είναι προβλήματα και δυσκολίες για την αγραμματοσύνη τους και για την κουταμάρα τους, γιαυτό σαν βώδια και σαν πρόβατα (τα ζώα έχουν σοβαρότατες φυσιογνωμίες) είναι περιχεμένη επάνω στα χαρακτηριστικά τους η σοβαρότης.
    Ο αστείος άνθρωπος γενικώς περιφρονείται, τουλάχιστον δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σημαντικά, δεν εμπνέει πολλήν πεποίθησιν.
    Γι’ αυτό κ’ εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ.

Σημείωμα ΚΒ΄ (26.10.1908). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 45-46.
112.

Τι απαίσιο πράγμα αυτές η νέες φιλοσοφικές ιδέες της σκληρότητος, του σωστού της υπερισχύσεως του δυνατού, του τάχα εξυγιαντικού έργου της πάλης της εξαλείφουσας τους μικρούς και ασθενικούς, κτλ. κτλ. Αφού πρέπει να ζήσουμε εν κοινωνία, αφού ο πολιτισμός απορρέει από αυτό, αφού δι’ αυτού του μέσου κατορθώσαμε κι αντισταθήκαμε στες δυσχερέστατες βιωτικές περιστάσεις που περιστοίχισαν τα πρώτα την ανθρωπότητα, τι θα πουν αυτά τα τρελλά της σκληρότητος, της υπερισχύσεως κτλ. Αν στ’ αλήθεια τα πραγματοποιούσαμε, θα βλέπαμε ότι μας φέρουν στην εκμηδένισι. Ένας δυνατός θα καταστρέψει, εμμέσως ή αμέσως, δέκα αδυνάτους εδώ· ένας άλλος, δέκα αδυνάτους εκεί, και ούτω καθεξής. Δεν θα μείνουν παρά δυνατοί. Εξ αυτών θα είναι μερικοί λιγότερο δυνατοί. Αυτοί ― σαν ξεχασθούν ή εκλείψουν οι αδύνατοι οι πριν ― θα είναι οι αδύνατοι· πρέπει να καταστραφούν κι αυτοί δέκα-δέκα ή πέντε-πέντε ή δύο-δύο. Ώς που να μείνει μονάχος του ο δυνατότατος ή οι ολίγοι ισοδύναμοι. Αλλά πώς θα ζήσουν, έτσι; Όχι η σκληρότης· αλλά η Επιείκια, η Λύπη, η Παραχώρησις, η Καλοσύνη (αυτά, βέβαια, συνετώς, χωρίς υπερβολές) είναι και η Δύναμις και η σοφία.

Σημείωμα ΚΕ΄ (10.9.1910). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 49.
113.

Δουλεύουμε, εναρέτως, διά τους κατοπινούς. Να προετοιμάσουμε μια discipline de vie [= πειθαρχία ζωής], μια διοργάνωσιν αυτής· ίσως, ακόμη οφελιμότερα, διότι εκείνων η ζωή μπορεί να είναι μακρυτέρα.

Σημείωμα ΚΣΤ΄ (αρχές Απριλίου 1911). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 50.
114.

Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομάτι κατορθώνουμε· κομάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
να ’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
 
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
[...]
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
 
Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κ’ η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει.

Τρώες», 1-6, 10-15. Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 32.