Διότι μία είναι η στράτα του θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι· εις όλους είναι η απόφασις του θεού δοσμένη ίσια. Ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά, γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται.
Ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις. Ο θάνατος είναι των μικρών παιδίων παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις. Εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγη αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθώμεν, μηδέ να αναστηθώμεν ελπίζαμεν. [...] Εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμένους. Ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν, ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα...