Τα άσπρα τον φιλάργυρον ευφραίνουν και χορταίνουν,
τα φαγητά τον λαίμαργον χορταίνουν και ευφραίνουν,
τα ρούχα τον καλλωπιστήν, και άλλα πάλιν άλλο·
τον φρόνιμον δε άνθρωπον ―το λέγω και δεν σφάλλω―
ευφραίνει η ανάγνωσις, ευφραίνει το βιβλίον...
Διότι το ποτήριον μεθά και ατιμάζει
και να λαλή τον πίνοντα πάλιν τον αναγκάζει,
πλην με τα τοιχοκρούσματα και με μεγάλον ήχον:
«Εγώ σε πίνω για καλό και συ με πας στον τοίχον»!
Άσπρο τριαντάφυλλο βαστώ και θέλω να το βάψω,
κι αν το πιτύχω στη βαφή, πολλές καρδιές θα κάψω!
Συχνάζοντας λοιπόν και συ, τέκνον, εις τα βιβλία,
εάν δεν είσαι, γίνεσαι σοφός, τη αληθεία.
Το γαρ βιβλίον σού τρυπά τον νουν και την καρδίαν
κ’ εβγάλλει την αμάθειαν και βάλλει την σοφίαν.
Προφήται σεις, θρηνήσατε, σεις λέγω χρησμολόγοι,
στον άνεμον οι λόγοι σας, ψευσθήτε αστρολόγοι!
Ρωμαίοι, ας θρηνήσωμεν την αχρειότητά μας·
δι’ αυτήν εχάσαμεν την ενδοξότητά μας.
Συ δεν την γλώσσαν την απλήν, μη την καταφρονήσης,
ότι αρίστη και αυτή ως θέλει την γνωρίσης.
Και τόσας χάριτας γλυκάς και νοστιμάδας έχει,
όπου και όλων των εθνών τας γλώσσας υπερέχει.
Διότι τα μαθήματα, ως λέγ’ η παροιμία,
φέρουσι και τα χρήματα μαζί εν ευκολία.
Ότι ανάγκη να μοχθή, πάντα να κοπιάζη
ένας οπού να ευτυχή επιθυμεί, σπουδάζει.
Είδα την Xίον το νησί, όλο πες πέτρα μία,
και είδα Xιώτες όλο νου και όλο εργασία.
Eίδα και τέλος πάντων δε, πως ελεημοσύνη
δεν βγαίνει έξω απ’ την Xιo, να τρέξη δεν αφήνει.
Eγώ δε δεν τους άφηκα πάλιν να κολασθούσι,
τους έμαθα πως και αυτοί πρέπει να ελεούσι.
Διότι κάθε περισσό φέρνει και αηδίαν.
Όσο την διά στόματος μισώ πολυλογίαν,
τόσον την δια γράμματος ποθώ συνομιλίαν.
Το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην.
Έπαιζε και προ ημερών το μάτι το ζερβί μου,
κ’ έλεγα· «Πάλιν δίκτυα και πλοία στην ζωή μου!»
Και είδα, ημπορώ να πω, εγώ εις την ζωήν μου,
και Άδην και Παράδεισον με την κατάστασίν μου.
Θάλασσα δε, πυρ, και γυνή, στον κόσμον κακά τρία.
Σαν το πουλί πλιό έπεσα, πεσών εταπεινώθην,
ταπεινωθείς επτώχυνα, πτωχύνας εκακώθην
[...]
Άξια γαρ ων έπραξα έλαβ’, Aλέξανδρέ μου,
ως ο ληστής, όντας ληστής κ’ εγώ πρώτος ποτέ μου.
Kαι είδα, ημπορώ να πω, εγώ εις την ζωήν μου,
και Άδην και Παράδεισον με την κατάστασίν μου.
Βαρέθηκες δε και αυτά; πιάσε το κομποσχοίνι·
το κομποσχοίνι στην καρδιά μία χαρά σού χύνει.
Κάθε σου πάθος μπλάστρωνε με πάθος του Xριστού σου,
και έτσι ιατρεύεσαι με σκάσιν του εχθρού σου.
Το πολυχρόνιον κακόν και πεπαλαιωμένον,
νέον καλόν δεν γίνεται, κατά το γεγραμμένον.
Εδώ είχα Παράδεισον, ανάγκη εκεί Άδη,
δεν είναι δυο Παράδεισοι εδώ κ’ εκεί ομάδι.
Γυναίκα έχεις; τίμα την· δεν έχεις; μη γυρέψης!
Δίδε καλόν αντί κακού, και θέλεις αφεντέψεις.
Δεν είναι πράγμα, Αδελφοί, τερπνόν σ’ αυτόν τον βίον
οπού να μην επέρασεν, ωσάν πουλί, ή πλοίον,
δεν είναι εις την γην ποτέ γλυκάδα, ευτυχία,
οπού να μην είναι μαζί και λύπη και πικρία.
Ωσάν άνθος μαραίνεται άνθρωπος ο καημένος
και ωσάν όνειρο περνά, πτωχός, κι ευτυχισμένος.