Τι ήθελες ν’ αλλάξει δηλαδή; Ο πολιτισμός να κάνει τη γυναίκα παλικάρι; Ο φεμινισμός να κάνει την Ανδρομάχη Έκτορα; Η γυναίκα ήτον, είναι και θα είναι μια περιπλοκάδα, που αναζητά τον κορμό ενός δέντρου για να τυλιχτεί. Κι η μεγαλύτερη ευτυχία για μια γυναίκα είναι να νιώθει, πως είναι πλεγμένη κι ασφαλισμένη σ’ ένα δυνατό και πιστό δέντρο.
Αν παντρεύτηκε κανένας γιατί αγαπά, δεν έπεται και ότι αγαπά γιατί παντρεύτηκε.
Αγάπης μήλο σου ’ριξα.
Το πήρες με λατρεία
και το ’σφιξες στα στήθη σου―
κι έγιναν μήλα τρία.
Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος
και δέντρο θα πεθάνει:
ρίζες απλώνει γύρω του
και τα φτερά του χάνει.
Τ’ αηδόνια δεν ξυπνούν κουφό,
τυφλό δε φέγγουν τ’ άστρα,
μα έχει ευωδιά και για τους δυο
το γιασεμί απ’ τη γλάστρα.
Απόνετη μην τη θαρρής
καρδιά, που ’χει γεράσει:
Σωρό τη στάχτη όπου θωρείς
φωτιά θα ’χει περάσει.
Και για μεγάλα νοήματα
μικρό τραγούδι φτάνει:
κι απ’ τη Μαγνόλια η μέλισσα
δυο στάλες μέλι κάνει.
Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι ότι πολύ σε ηγάπησαν.
Οι σνομπς, μ’ όλη τους την αμάθεια, είναι χρήσιμοι για την διάδοση της Τέχνης, όπως οι λούστροι διαλαλούν τις εφημερίδες!
Όνειρο ονείρου τ’ όνειρο που είδα με ξύπνια μάτια!
Ψυχή που ξέρει να πονεί ξέρει και να πεθαίνει.
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
Ό,τι δε βλέπουν ανοιχτά βλέπουν κλειστά τα μάτια.
Όχι! τα ρόδα τα κλειστά δεν είναι ρόδα ακόμα·
Είναι άνθος δίχως όνομα και δίχως ευωδιά,
Μοιάζουν αθώο, αφίλητο και παιδιακίσιο στόμα,
Που δεν το πότισε καϋμούς αγάπης η καρδιά.
Θέλω τα ρόδα, ολόδροσα κι ευωδιαστά ανθισμένα,
Την ευλογία της ομορφιάς στον κόσμο να σκορπούν:
Χείλη ανοιχτά απ’ τους στεναγμούς κι απ’ τα φιλιά καμένα,
Χείλη, που κι αν σωπαίνουνε ― το λεν πως αγαπούν.
Όταν τύχη να κοιμηθή τις υπέρ το σύνηθες, όταν παραδοθή επό πολύ εις την κυριαρχίαν του ύπνου, φέρει κατόπιν επί του σώματος και του πνεύματος τα ίχνη της δουλείας ταύτης, εις ην ταπεινώς υπέκυψε, καθίσταται επιρρεπής προς την ακινησίαν, προς την οκνηρίαν. Διά τούτο φρονώ μάλιστα ότι άνθρωπος υπέρ το δέον κοιμηθείς, είναι ανίκανος είτα προς πάσαν υψηλήν έμπνευσιν, προς παν γενναίον έργον.
Η ομορφάδα λιγοστεύει τη φτώχεια.
Εκούνησε την ανθισμένη μυγδαλιά
Με τα χεράκια της
Κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη η αγκαλιά,
Και τα μαλλάκια της.
Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή
Γλυκά τη φίλησα,
Της τίναξα τα άνθη απ’ την κεφαλή
Κι έτσι της μίλησα:
―Τρελλή, να φέρης ’ς τα μαλλιά σου τη χιονιά
Τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θε ναρθή η βαρυχειμωνιά
Δεν το στοχάζεσαι;
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά
Τα παιγνιδάκια σου,
Κοντή γρηούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
Και τα γυαλάκια σου!
[Ο Άγγελος Βλάχος] δεν μπορούσε να υποφέρει τον ψυχαρισμό και για τους οποδούς του έλεγε:
―Τα χαλασμένα στομάχια και τα χαλασμένα κεφάλια γνωρίζονται από τη γλώσσα.
Πώς ’μοιάζουν οι αγάπες μου με γιασεμιού λουλούδια:
’Λίγαις στιγμές ανθίζουνε βαθειά μέσ’ ’ς την καρδιά
Και πέφτουνε σκορπίζοντας για μόνη μυρωδιά
’Λίγα τραγούδια...
Πώς μοιάζουν οι αγάπες μου με γιασεμιού λουλούδια!
«― Πετάει, πετάει το πουλί! πετά το περιστέρι!
Πετά η καρδιά!... Τι, πώς, πετά κι εσήκωσες το χέρι;»
― Και μ’ ερωτάς; Δεν ήξερες λοιπόν, ξερό κεφάλι,
Φτερά πως έχουν και πετούν η μια καρδιά ’ς την άλλη.
Προσκυνήτρα εγώ και λάτρισσα,
Στης αγάπης το αγιαστήρι
Ξέχειλο για σένα εγέμισα
Της καρδιάς μου το ποτήρι.
Τα πόδια με το πήδημα, με τη ματιά τα μάτια·
Φτερό του νιου το πήδημα ― σοφή η ματιά του γέρου.
Τάχα εσύ, που τις χαρές του κάμπου απόστερξες
Για ν’ ανεβής των καϋμών το μονοπάτι,
Τάχα εσύ θα νιώσης ―φτάνοντας στ’ ακρόκορφα―
Πως δεν είναι η ευτυχία απάτη;
Συμμαζεμένο, ντροπαλό,
Σαν καραβάκι σ’ το γιαλό,
Κατάλευκο καλύβι
Μέσ’ σ’ ολοπράσινα κλαριά
Τη χιονισμένη του θωριά
Μια δείχνει και μια κρύβει.
Μικρά τα καμαράκια του
Και τα παραθυράκια του,
Κι όλο μικροπλασμένο.
Τόσο μικρό, όσο που μπορεί
Την Ευτυχία να χωρή.
― Τι κρίμα που είναι ξένο!
― Αχ και να έδιν’ ο Θεός
Τη φύσι μου ν’ αφήσω
Και να γενώ ένας κοβιός
Ναρθώ να σου τσιμπήσω!...
Δεν είπα τίποτε κακό.
Γυρίζει, με κοιτάζει
Και με χαμόγελο γλυκό:
«― Τσίμπα λοιπόν!» φωνάζει.
Αχ! ήτον δόλωμα σωστό.
Μα πού, πού να ελπίσω
Πως ’σαν ψαράκι θα πιαστώ,
Χωρίς καν... να τσιμπήσω!
Εσείς, που πρωτοσπείρατε
της λευτεριάς το σπόρο,
λαχταρισμένο δώρο
στη σκλαβωμένη γη,
Εσείς, κι όταν ωρίμασαν
τα στάχυα καρποφόρα,
του θερισμού την ώρα,
μας γίνατε οδηγοί.
Σαν ίσκιοι μεγαλόκορμοι
κι απείραχτοι απ’ τα χρόνια
σέρνετε εμάς τ’ αγγόνια
στο δρόμο της τιμής.
Κι όπου πολέμου κράξιμο
κι όπου της μάχης κρότοι,
εσείς περνάτε πρώτοι
κι ακολουθούμ’ εμείς.
Στη μνήμη σας ανάβομε
χρυσά λιβανιστήρια,
για σας τα νικητήρια
τα χείλη μας υμνούν,
και πλέκοντας τα χέρια μας
της δόξας τα στεφάνια,
δική μας περηφάνεια,
στους τάφους σας κρεμνούν.