Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά.
Στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
οι γύφτισσες είναι ―βέβαια― τρεις:
η μία λέγεται Θοδώρα
η άλλη Σουλτάνα
και η τρίτη
είναι
ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Μύκονος
Μυκήναι
μύκητες
τρεις
λέξεις
όμως
δυο
μόνο
φτερά
ευτύχησα
―κατά τον ρουν της ζωής μου―
να γνωρίσω πλήθος
ανθρώπων τέλειων
όσο κι αλάνθαστων
ίσως τώρα να ήσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί
ίσως ―πώς ναν το πω― λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα
όσων γνωρίζουν
―και γνωρίζουν και να κρίνουνε―
τα πάντα;
η δυσκολία ενέκειτο στ’ ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους άλλους δίκαιους
τι λέω
ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν
Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία ή, αν το θεωρούμε σκόπιμο, μ’ αυτόν τον μόνον επιτρεπόμενο φανατισμό: εκείνον που εμπνέει τον πόλεμο εναντίον κάθε είδους φανατισμού.
Τις γνώσεις μου στη γλώσσα την ελληνική πιστεύω πως τις βοήθησε η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων. Τα βιβλία μου με τ’ αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα ήτανε, τα περισσότερα, σ’ «ευρωπαϊκές» εκδόσεις, με τις εξηγήσεις και τα σχόλια γραμμένα στα γαλλικά ή τα λατινικά. Πολλά βυζαντινά και, σχεδόν, τα πιο πολλά μεταβυζαντινά, ήσαν δικών μας εκδόσεων. Η καθαρεύουσα (και καμιά φορά υπέρ-καθαρεύουσα) των Σάθα, Λάμπρου, Ξανθουδίδη, και των σημερινών ακόμη, στις σημειώσεις και τις μελέτες που συνόδευαν τα κείμενα, όχι μόνο δεν μ’ εξένιζε, σαν τις γαλλικές και τις λατινικές που είπα, αλλ’ αντίθετα μ’ έκανε να παρατηρήσω πώς συνδέονταν και, στο τέλος, συγχέονταν με τη γλώσσα του μελετούμενου γραπτού. Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ’ αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους.
καίω τα νιάτα μου
που είναι κιθάρα
που είναι κινάρα
που είναι κινύρα
λέω το άθροισμα
που είναι Μερόπη
που είναι μετόπη
που είναι με τόπι
κλαίω τις θύμησες
σαν το κοράκι
σαν το Κοράνι
σαν το κοράλλι
κι είμ’ ο Μινώταυρος
μες στο σεντούκι
μες στο σεντόνι
μες στο σεντέφι
έλα
μην κάνεις έτσι
είμαστε Έλληνες
συ είσαι
―τι θαύμα!―
μια κόρη
Ελληνίς
[...]
για να ξέρεις:
σ’ έχω κάνει αθάνατη
ε! όχι και να λογίζεται
καλός ορύκτης
κειός που καταχωνιάζει
βαθιά στα έγκατα της γης
την πάσα αλήθεια
το κάθε μυστικό
την όποια λύση!
[...]
και ναν το πάρουμε τελειωτικά
απόφαση:
η σάρκα ―ναι― είν’ πρόθυμη
όμως το πνεύμα
φορές-φορές
―ωϊμέ―
είν’ ασθενές.
η τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;
εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:
εδώ είναι Μπαλκάνια
από τρελλούς
κι από παιδιά
μάθαμε την αλήθεια
αυτήν που απεσιώπησαν
και λογικοί
και γέροι
πέστε μου πόσοι νοσταλγοί
ζήτησαν να γυρίσουν
κι όμως στο τέλος δεν το έπραξαν
μη ξανανοσταλγήσουν
τούτη η εποχή
του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόμοια:
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη μεριά
αγγελτηρίων
θανάτου
γιατί;
διότι
―είπε ίσως ο πατέρας μου―
διότι
πρέπει να έχει
ο στρατιώτης το τσιγάρο του
το μικρό παιδί
την κούνια του
κι ο ποιητής
τα
μανιτάρια
του
διότι πρέπει
να έχει
ο στραδιώτης την
πλεκτάνη του
το μικρό παιδί
τον τάφο του
ο ποιητής τη
ροκάνα
του
διότι πρέπει
να έχει
ο στραθιώτης
το σκεπάρνι του
το μικρό παιδί το
βλέμμα του
ο ποιητής
το
ροκάνι του
ξέρω ότι
[...]
αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής
ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
―σαν ήμουνα παιδί―
κοιτάζοντας
ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών
Η Ιστορία!
τι αβασάνιστες πληροφορίες συνεκράτησε
τι λανθασμένες φήμες μάς μετέδωσε!
Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες!
Α! η Κλειώ! Μα βέβαιο
πως εσημείωνε ό,τι κι αν άκουγε:
φαίνεται πως πολύ λίγο θα την σκότιζε
ν’ αντιληφθεί
τι ήτανε αλήθεια
και τι δεν ήταν!
είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε δάση
το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους
σαν μες σ’ αυτά τα δάση
μάς πλανέψουνε
τα βήματά μας
και χαθούμε
τότες είν’
ακριβώς
που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας
[...]
έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία
κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας
τις κρατούμε
με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι
[...]
γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε
την μεταδίνουν
και σ’ εμάς
αυτή
τη θεία τους
ουσία