Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία.
Η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού· ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του.
Μια από τις πιο μεγάλες ηδονές ενός συγγραφέα είναι ότι εκτίθεται ανεπανόρθωτα. Εάν δεν είναι κρυψίνους –ανάγνωθι μέτριος– ξέρει ότι θα κάνει τέχνη από τις αδυναμίες και από τα πάθη του, πάει να πει θα τις μετατρέψει σε αρετές.
Ως ένα σημείο, η ποίηση λύνει προβλήματα· στο αμέσως υψηλότερο, θέτει καινούργια· στο ύψιστο, τα αίρει ως εκεί που παύουν ν’ αποτελούν προβλήματα.
Η δουλεία δεν είναι μόνο υπόθεση δυνάστη και δυναστευόμενου· είναι καρδιάς και συμφέροντος κακώς εννοουμένου, μέσα σ’ ένα και το ίδιο άτομο.
Πήραμε τη φύση για φύση και απαξιούμε να την ατενίσουμε μπας και μας εκλάβουν για τουρίστες.
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα
Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!
«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να ’ναι
και να μείνει αυτή».
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ’ ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ’ απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Ένα το χελιδόνι * κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο ήλιος * θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες * να ’ναι στους Τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί * να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα * μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα * μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν
Και χαρές ανίδωτες * με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά
των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.
Των φονιάδων το αίμα * με φως
ξεπληρώνω.
Αμαρτία μου να ’χα * κι εγώ μιαν αγάπη.
Όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ’ ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη.
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Λέω: κι αυτό θα ’ρθει. Και τ’ άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση
Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.
Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.
Έλληνας σημαίνει να αισθάνεσαι και ν’ αντιδράς κατά έναν ορισμένο τρόπο, τίποτε άλλο. Είναι μια λειτουργία που έχει άμεση σχέση με το δράμα του Σκότους και του Φωτός που παίζουμε όλοι μας εδώ, σ’ αυτήν τη γωνιά της υδρογείου. Αν είναι κανείς μικρός ή μεγάλος, γεννημένος εδώ ή εκεί, με σημασία εθνική ή πανανθρώπινη, αυτό είναι ένα άλλο εντελώς ζήτημα.
Ενώ η αθωότητα
Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα
Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά
Η ζωή.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι.
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα.
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή.
Έχτρα στα μάτια κοίταξέ με
βγαίνω με τα δικά σου τ’ άρματα
Η Καλοσύνη εδώ που βρέθηκε μες στις λυκοποριές
πρέπει να ’χει μπαρούτι στο σελάχι της
και να δαγκάνει κάμες.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη ― Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας.
Τίποτε δεν έμαθες απ’ αυτά που γεννήθηκαν κι απ’ αυτά που πεθάνανε κάτω απ’ τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ’ εδάμασε και συνεχίζεις τ’ όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν!
Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
Χρόνια πετράδια πράσινα.
Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι.
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά-σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει.
Κι όμως, από το τι είναι στο τι μπορεί να είναι, περνάς μια γέφυρα που σε πάει, ούτε λίγο ούτε πολύ, από την Κόλαση στον Παράδεισο. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο φτιαγμένον από τα ίδια υλικά που είναι φτιαγμένη ακριβώς και η Κόλαση. Δεν είναι παρά η αντίληψη για τη διάταξη των υλικών που διαφέρει ―ας την φαντασθεί κανένας επάνω στην αρχιτεκτονική της ηθικής και των αισθημάτων για να καταλάβει―, αλλά που είναι αρκετή ωστόσο για να προσδιορίσει την απροσμέτρητη διαφορά. Εάν η πραγματικότητα, που την διαμορφώνουν με το ήμισυ του δυναμικού των αισθήσεων και των αισθημάτων τους οι άνθρωποι, δεν επιτρέπει για την ώρα και ίσως δεν επιτρέψει ποτέ την άλλη αρχιτεκτονική ή, αλλιώς, την επαναστατική ανασύνθεση, το πνεύμα μένει ελεύθερο και, για την αντίληψή μου, παραμένει το μόνο που μπορεί να την αναλάβει.
Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;
Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.
Νά γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.
Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος τό βρει δεν πεθαίνει
[...]
Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ’ αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:
― Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να ’χεις τύχη να ’χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει
Κι από τ’ ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει.
Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα-μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μάς ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τούς αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
Τόσο δύσκολο, μα τόσο δύσκολο ν’ αφήσεις την εποχή σου να σε σφραγίσει, χωρίς να σε παραχαράξει.
Από κει και πέρα, μπορούμε να πούμε ότι η θέση του ήλιου μέσα στον ηθικό κόσμο, παίζει τον ίδιο ρόλο που παίζει και μέσα στη φύση των πραγμάτων. Αλλά είναι μια κόψη του ηθικού και του πραγματικού κόσμου ο ποιητής. Το μέρος του σκότους που εξουδετερώνεται μέσα του από τη συνείδηση, προσμετράται σε φως που επαναστρέφεται ξανά επάνω του για να κάνει ολοένα πιο καθαρό το είδωλό του, το είδωλο του ανθρώπου. Αν υπάρχει μια ανθρωπιστική άποψη για την αποστολή της Τέχνης, μόνον έτσι, πιστεύω, μπορεί να νοηθεί. Σα μια λειτουργία αόρατη και πανομοιότυπη, του μηχανισμού που ονομάζουμε Δικαιοσύνη και δε μιλώ, φυσικά, για τη Δικαιοσύνη των Δικαστηρίων αλλά για την άλλη που συντελείται αργά και το ίδιο επώδυνα μέσα στις διδασκαλίες των μεγάλων ταγών της ανθρωπότητας, μέσα στους πολιτικούς αγώνες για την κοινωνική απελευθέρωση, μέσα στα πιο υψηλά ποιητικά επιτεύγματα. Από μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, οι σταγόνες το φως πέφτουν αργά κάθε τόσο μέσα στη μεγάλη νύχτα της ψυχής, όπως οι σταγόνες το λεμόνι μέσα στο μολυσμένο νερό.
Η Ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας.