Ο ήλιος φεύγων κάθε εσπέρας παίρνει ζηλοτύπως μαζί του και ένα κομμάτι από την ζωήν μου.
Υπάρχει πάντοτε εις το βάθος της αναμνήσεως εκάστου ανθρώπου μία γωνία γης, την οποίαν ηγάπησε· την οποίαν βλέπει πάντοτε ηλιόλουστον και γελώσαν, την οποίαν νοσταλγεί και την οποία ονειροπολεί, ως ονειροπολούν οι παλαιοί Ιουδαίοι την απολεσθείσαν Παλαιστίνην. Δι’ έκαστον θνητόν ένας επίγειος παράδεισος προσμειδιά κάπου, εις μίαν άκραν του πλανήτου, ένας επίγειος παράδεισος αναπαύσεως και λήθης, ευδαιμονίας και ονείρου.
Νεκραί πλέον διά την τρυφερότητά μας αι γυναίκες του εικοστού αιώνος, πλάσματα μελαγχολικά, από τα οποία λείπει η αγάπη και σπανίζει η μητρότης, ζητούν να λάβουν θέσιν όχι πλησίον μας αλλ’ απέναντί μας· ούτε σύντροφοι ούτε γόησσαι, αλλ’ αντίπαλοι εις τον μεγάλον αγώνα της ζωής...
Τα άνθη φευ! όπως και ο άνθρωπος, δεν είναι δι’ όλα τα γεωγραφικά πλάτη. Έκαστον προϊόν της οργανικής φύσεως αρμόζεται με ιδιαίτερον ουρανόν, με ιδιαιτέραν φύσιν, με ιδιαιτέραν ατμόσφαιραν. Όπως και τα ορχιδοειδή με τα ζωικά σχήματα, με τα απίθανα χρώματα, με τα τερατώδη φύλλα, με την οργιώσαν ανάπτυξιν, ούτω και τα χρυσάνθεμα με τους παραδόξους χρωματισμούς των φαίνονται εις την διαγελώσαν ελληνικήν φύσιν ως φυσικά τέρατα, ως αντινομίαι της φύσεως, και δεν μας δίδουν την ηρεμίαν εκείνην και την ευφροσύνην των ιδικών μας ανθέων, τα οποία πλημμυρούν τους κήπους μας επί των οποίων το παιδικόν όμμα το πρώτον ανεπαύθη και τα οποία εδρέψαμεν το πρώτον.