Εκεί που πόνημα άθλησα τη ζήση μου,
με των ονείρων την πιστήν ουσία
μες στη χοάνη του Ύψους κι οραμάτισα
σαν ξένη, τη δική μου Αθανασία!
Εκεί που το ταβάνι ουράνιο γίνηκε
κι έπεσε ο κόσμος μες στην κάμαρά μου
κι εστένεψε η ροπή μου και σαν άγαλμα
στήθηκε ξάφνου πάναγνη η χαρά μου.
[...]
Να πει τα δωρισμένα, πρώτο χάρισμα,
τ’ αποχτημένα, δεύτερον αγώνα,
μα κάτι ν’ απομένει κι από τ’ Άπειρο
στον Άνθρωπο δοτόν απ’ τον Αιώνα!
Ό,τι κι αν είπα το κακό, ήταν ξένο,
ό,τι σκληρό, βαρύ κι αν ψιθυρίσω,
μοιάζει από χείλη άλλα ειπωμένο,
που και σ’ αυτά σα να γυρίζει πίσω.
Δεν είν’ άλλο στον κόσμο απ’ την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή ξελυτρώνει απ’ τα γήινα δεσμά,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ’ του Χρόνου το βαρύ τον κασμά.
Ως πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη, αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή, σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;
Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.
Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων,
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.
Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.
Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.
Όλες εφύγαν οι όμορφες σε χώρα μακρινή,
όσες σε μια γλυκιά στιγμή τις έταξα δικές μου,
ή κάπου ξάφνου εκρύφτηκαν, τις πήραν οι ουρανοί,
κι έμειναν μόνες οι καλές κι οι συμπαθητικές μου.
Λίγο χλωμές, λίγο μικρές ή λίγο πιο μεγάλες,
ήσανε νόστιμες κι αυτές, μα όχι όπως οι άλλες,
συνηθισμένες έμειναν, μα εκείνες που μου φύγαν
μου γνέφαν πάντα στ’ όνειρο, πλατιά αγκαλιά μ’ ανοίγαν.
Ν’ ανοιγοκλείνει η κουρτίνα και πίσω να φεύγουν,
να ’ρχονται εδώθε, να μας αγγίζει η πνοή των,
κι οι τεμπελιές μας οι αθώες που πάντα μας ρεύουν,
ν’ ανοιγοκλείνουν κι αυτές, δροσισμένες μαζί των.
Μαζί μ’ Εκείνες, που πλάι μας με λύσσα βρυάζουν,
μες στην αυλή, στο σαλόνι, στον πολυθόρυβο δρόμο,
που μας κοιτάνε, μας γνέφουν, γελούν και φαντάζουν
προς τη ματιά μας και στ’ όνειρο, και με πανέρια στον ώμο.
[...]
Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου,
είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ’ αλλάζουν,
πάρ’ τες, μητέρα! να φύγουν, αν ήρθαν, ―αλλιά μου―
όλα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράζουν.
Πιερότοι εσύ κι εγώ κι άλλοι κοντά του
κι αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέτα,
παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του―χρώμα σε παλέτα.
Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το σύμβολό μας·
[...]
Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
κι εσυγχιζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο κουτί.
Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία
κι όμως μας απατούσε όλους μαζί
κι ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε να ζει...
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ’ οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί
επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή.
[...]
Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ’ τη Ζωή!
Το φως επόθησε ο τυφλός και του ’γινε θρησκεία.