Του κόσμου το αβέβαιον και το πεπλανημένον,
και του καιρού το άστατον και διαβεβλημένον,
και των πραγμάτων η φορά, και κοσμικές φροντίδες,
και των ανθρώπων ο σκοπός και μάταιες ελπίδες,
του χρόνου το ακράτητον, που αενάως τρέχει
ωσάν ποτάμι πάντοτε και στάσιμον δεν έχει,
αυτά με παρεκίνησαν και αδύνατον να πάψω·
λοιπό ’ναι ανάγκη τίποτε ολίγον για να γράψω.
Οι βασιλείς κι οι πένητες εις την ζωήν χωρίζουν,
και ωσάν φθαρούσιν εις την γην βλέπω δεν τους γνωρίζουν.
Έτσι έναι κι η χαρά εις εμάς τόσο μικρή και ολίγη,
ότι διαβαίνει σύντομα και με την λύπην σμίγει,
και η λύπη, αυτή έναι που βαστά στο τέλος και απομένει,
αμή η χαρά ’ναι πρόσκαιρος και γλήγορα υπαγαίνει.
Και ωσάν από την θάλασσαν ποτέ νερόν δεν λείπει,
ούδ’ άνθρωπος ευρίσκεται στον κόσμον χώρις λύπη.
Γιατί το μάκρος του καιρού τα πάντα παλαιώνει,
και ο χρόνος όλα φθείρει τα, δεν τα ξανανεώνει,
και αυτό έναι πρόσταγμα Θεού, πασένας το γνωρίζει,
τι η μέρα τούτη η σημερνή στον κόσμον δεν γυρίζει.