― Η σκούνα του στραβού του Ανέστη
πάει βελανίδι στο Τριέστι…
Μα η τέχνη τα κοινά στοιχεία κορφολογά
κι απ’ τ’ άνθη των πραγμάτων
το τρίδιπλο τρυγάει
το απόσταγμά των.
Τρεις αδερφές, τριπλή χαρά,
τρεις αδερφές, τριπλό καμάρι,
κάποια καρδιά που λαχταρά
σας βάφτισε ροδιάς κλωνάρι.
Αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει, το δικό του χάνει·
Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο, μα και δικό μου φως, με φτάνει.
Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν’ απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή ―κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.
«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά,
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί να ’ν’ ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
[...]
Κι είναι γραμμένη του χαμού η πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλει
κάμει το θάμα του ο ουρανός και στ’ άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.
[...]
Τάχα το θάμα κι έγινε; ―πες μου το να σ’ το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν της δικιά μας, πό’σβησεν έτσι χωρίς σκοπό,
κι ακόμα ζει και ζένεται ―με το σκοπό της!
Καλώς να ’ρθει σαν έρθ’ η στερνή ώρα
τα μάτια μου για πάντα να μου κλείσει,
κι όποτα να ’ναι, ή τώρα ή αργήσει,
φτάνει να μην ερθεί σαν άγρια μπόρα.
Άνοιξη βέβαια να ’ναι σαν και τώρα,
κι ακόμα μια γλυκιά γλυκούλα δύση,
κι έτσι να πάρει μια αύρα να φυσήσει,
και να πέσει η ψυχούλα η λευκοφόρα
σαν άνθι της μηλιάς· κι όπου το βγάλει
η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι
σε δεντρόκηπους και βραγιές.
Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά
σε λύπη να μας βγάλει;
εξεχειμωνιαστήκαμε
σε ξένους τόπους, ξένους πάλι.
Μάθε τον πόνο το γερό
βουβός στα δόντια σου ν’ αλέθεις,
χύνε της λήθης το νερό
μες στο τρελό κρασί της μέθης.
Θα πάει κι αυτό μιαν ομορφιά,
και πριν να γείρει ακόμα ο χρόνος,
έχει ο Θεός, τα εφτά καρφιά
θε να μας βάλει ο νέος ο πόνος.
Φουντώνει η νύχτα· κι έρχουνται τριγύρω μου μια-μια
κι όλες μαζί απ’ αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμμένες.
Μάταια! ζει ποτέ η ζωή μ’ ανάμνησες που ζει,
που θα ξυπνήσει και μ’ αυτές θα γείρει,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ’ της ζωής, που ζει, το πανηγύρι;
Ο θεός βοηθός μας και σκεπός! μες στην καρδιά την άδεια
ας έμπει ο φόβος του, άγνωμοι, παιδιά και νέοι και γέροι. ―
[...]
Πλάι μας κάπου οι αγνώριστοι περνούν θεοί, ποιος ξέρει; ―
ο θεός βοηθός μας και σκεπός, χαράημερα και βράδια. ―
Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά,
σα νά ηταν μια φορά να μας γελάσει!