Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί·
η ζωή μια δροσιά ειναι, ένα κύμα· ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.
Όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις.
Κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφτή μια χαρά την προσμένει.
Γεννιούμαι απ’ τον πόνο·
κι απλώνω κι απλώνω
κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρω
σε οχτιές και σε βύθη
συντρίμμια να σπείρω.
Κι απλώνομαι πέρα
κι απλώνομαι γύρου
και με είπανε η άχνα
πως είμαι του ονείρου!
Κι απλώνομαι γύρου
κι απλώνω κι απλώνω
και το όνειρο λιώνω.
Συντρίμμια το καράβι των ονείρων
και σκόρπια τ’ άρμενα...
Άσε το φθινόπωρο
γύρω σου να στρώσει
τ’ άνθη τα στερνά·
μια ζωή πεθαίνει
μια πνοή περνά―
τάχα σε προσμένει
μια άνοιξη ξανά;