Τ’ οψές εδιάβη, το προχθές πλιο δεν ανιστοράται,
σπίθα μικρή το σήμερο στα σκοτεινά λογάται.
Σαν κατατάξει η θάλασσα, κι η μάχη ωσά σκολάσει,
του ναύτη η έγνοια σε χαρά και του στρατιώτη αλλάσσει·
κι όποιος ποθεί, του πόθου του σαν πιάσει το βοτάνι,
τσι πρίκες και τα βάσανα κι όλα τα πάθη χάνει.
Μην το ’χεις για παράξενο, γιατί τ’ αμποδισμένο
πράμα αγαπάται πλιότερα και πλια ’ν’ πεθυμισμένο.
Δύσκολον είναι, ένα δεντρό κανείς να τ’ ανασπάσει,
όντε σε τόπο δροσερό φυτρώσει και γεράσει,
μα πλια ’ναι δυσκολότερο μια αγάπη οπού φυτρώσει
σε κοπελίστικη καρδιά κι αδυνατά ριζώσει
με μάκρητα πολλού καιρού, ν’ ανασπαστεί, να πέσει,
δίχως μεγάλη δύναμη· κι έναν οπού μπορέσει
’κ τέτοια σκλαβιά να λυτρωθεί, θα κράζουσι μεγάλο
στον κόσμο καλορίζικο παρά κιανέναν άλλο.
Έρωτα, που συχνιά σ’ τσι πλιά μεγάλους
κι όμορφους λογισμούς κατοικημένος
βρίσκεσαι, τσι μικρούς μισώντας τσ’ άλλους·
κι έτσί ’σαι δυνατός και μπορεμένος,
και τόση χάρην έχου τ’ άρματά σου,
που βγαίνεις πάντα μ’ όλους κερδεμένος·
μάλλιος τόσά ’ν’ τα βρόχια τα δικά σου
γλυκιά, και μετ’ αυτό τόση έχου χάρη,
π’ όποιο κι αν εμπερδέσα ευχαριστά σου.
Κι άγριος ως θέλει να ’ναι και λιοντάρι
πάσα κιανείς, συμπέφτει μετά σένα
και πεθυμά πληγή από σε να πάρει.
’Σ πάσα γλυκύ κι ονόστιμο φιλί από σένα πιάνω,
τα μέλη στην Παράδεισο μού φαίνεται και βάνω·
του Ζευ κρατούμαι σύντροφος, κι όλη την κτίση ορίζω
του κόσμου, στ’ ομορφότατο στήθος όντα σού γγίζω,
κι όντα γρικώ τα λόγια σου τα γλυκοσυθεμένα,
κιανέναν καλορίζικο δεν ξεύρω σαν εμένα.
Γιατί ουδεμιά δε βρίσκεται καλομοιριά μεγάλη
σαν είν’ τση κόρης το φιλί κι η σπλαχνική τση αγκάλη.
Γιατί όνειρά ’ναι τα όνειρα κι οι έγνοιες τα γεννούσι
συχνιά στον κουρασμένο νου που ξύπνου τυραννούσι,
κι ώρες καλά τού δείχνουσι κι ώρες κακά περίσσα
κατά το φόβο οπού ’χουσι γή την ελπίδαν ίσα.
Και τα όνειρα πολλές φορές, σ’ έναν απού παιδεύγου
πρίκες και πάθη, τα ’χουσι να τόρθου σημαδεύγου.
Γείς απού την πλουσότητα δεν έχει γνωρισμένη,
με τη φτωχειά περνά ζωή καλή κι αναπαημένη.
Γείς απού γεννηθεί τυφλός, δεν έχει χρειά στον ήλιο
το λαμπυρό να κάθεται γή σ’ μαυρισμένο σπήλιο.
Γείς απού δρόσος κρύου νερού ποτέ του δε γνωρίζει,
δεν το ζητά στη δίψα του μηδέ ποσώς το χρήζει·
και γείς απού δεν είχε μπει σ’ μιας κορασίδας χάρη,
πρίκα να πιάσει δε μπορεί, νιον άλλο αν έν και πάρει.
Μα ποιος να πέσει σε φτωχειά, στα πλούτη μαθημένος,
και να μην έχει βάσανα πάσα καιρό ο καημένος;
Ποιος με το φως των αμματιώ στη γη ποτέ γεννάται,
κι ώστε να ζει, σαν τυφλωθεί, να μην παραπονάται;
Ποιος με γλυκύ και κρύο νερό τη δίψα του να σβήσει,
και να του λείψει στό ’στερο, και να μπορεί να ζήσει;
Γή ποιος μιας κόρης όμορφης φιλιά κι αγάπη χάνει,
και να μην έχει πεθυμιά πάραυτας ν’ αποθάνει;
Ω πλήσα καλορίζικη και πλήσα
χαριτωμένη τύχη των αθρώπω,
οπού στον κόσμο τούτο αλλότες ήσα·
τότες, όντεν η γης με δίχως κόπο,
με διχωστάς πληγή να γνώθει ακόμη,
τα πωρικά τση εγέννα σ’ κάθα τόπο·
και τόσοι βασιλιάδες, τόσοι νόμοι,
τόσα άρματα δεν ήσανε σιμά τως,
τόσοι άδικοι πολέμοι, τόσοι τρόμοι!
[...]
Γιατί δεν ήτο ετότες εκ τον Άδη
στον κόσμο η Περηφάνεση ερχωμένη,
βλάψιμο τσ’ ίδιας φύσης και σκονάδι.
Μ’ απείς απού τον Άδη εβγήκε κάτω
τούτ’ η Περηφανειά η ασβολωμένη,
βρύσες τ’ αμμάτια εμείνα των κλαημάτω·
γιατί, με τση τιμής περιντυμένη
τ’ όνομα, πορπατεί και βασανίζει
πλια από θανατικό την οικουμένη.
Τη θάλασσα περνά, τη γη χωρίζει,
σ’ τσ’ αθρώπους διαφορές και μάχες φέρνει
κι όλο τον κόσμο ομάδι αναμιγίζει·
τη λευτεριά σκλαβώνει κι όλες παίρνει
τσ’ ανάπαψες του πόθου κι όπου βάλει
τα πόδια τση, ζηλειές και πάθη σπέρνει.
Τα γέλια με τα κλάηματα, με την χαράν η πρίκα
μιαν ώραν εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα·
γιαύτος μαζί γυρίζουσι και το ’να στ’ άλλο αλλάσσει,
κι όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πριχού βραδιάσει.
Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα,
ποια πάθη απού τον έρωτα, ποιες πρίκες δεν επήρα;
Πότες τους αναστεναμούς, γή πότες τ’ ωχ, οϊμένα
τα χείλη μου εσκολάσασι τα πολυπρικαμένα;
Πότες κι εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα,
πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μου δώσα;
Στη δούλεψη κι εις τσι καημούς μικρή περίσσα εμπήκα
τσ’ αγάπης, κι όλα τα κακά κι οι παιδωμές μ’ ευρήκα.
Μόνια μου με τον έρωτα κάθ’ ώραν επολέμου,
και κιανενός τα πάθη μου δεν έδειχνα ποτέ μου.
Γιατί με τέχνη κι ο γιαλός πολλές φορές νικάται,
κι εκείνος απού κυβερνά ψηλώνει και τιμάται.
Έρωτα, μ’ όσα βάσανα με κάνεις να γροικήσω,
τση δύναμής σου δε μπορώ παρά να φχαριστήσω,
γιατί με μια γλυκειά θωριά πλερώνει πάσα κρίση
τούτη απ’ ως ήλιος δύνεται τον κόσμο να στολίσει.
Πάσα κιανείς απ’ αγαπά, δίκιό ’χει να φοβάται
με πάσα λίγην αφορμή, μα να παρηγοράται
πάλι τυχαίνει, όντα θωρεί την κόρη τη δική του
πως μια ψυχή ’ναι μετ’ αυτό κι ένα με το κορμί του.
Του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,
του χρουσαφιού ακριβειά καταραμένη,
πόσα για σας κορμιά νεκρά απομείνα,
πόσοι άδικοι πολέμοι σηκωμένοι,
πόσες συχνιές μαλιές συναφορμά σας
γροικούνται ολημερνίς στην οικουμένη!
πως όλοι εγεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα,
και πως γδυμνοί μάς έκαμε να πέφτομεν η φύση,
μόνο σ’ τσ’ αθρώπους διαφορά για να μηδέ χαρίσει,
για να κοπιά, με τσ’ αρετής τσι στράτες, να γυρεύγει
πάσα κιανείς στο δύνεται τσ’ άλλους να περισσεύγει·
και πως η γνώση κι η αντρειά κι οι χάριτες αντάμι
τσι βασιλιάδες μοναχάς στον κόσμον είχαν κάμει·
καλά κι αλλάξαν οι καιροί, κι η τύχης αμποδίζει
τσ’ αθρώπους απού φρόνιμους κι αδυνατούς γνωρίζει,
για κείνο δεν τιμάται πλιο κιανείς ωσάν τυχαίνει,
κι η αρετή, σα βλέπομε, γδυμνή στον κόσμο πηαίνει.
Την ευγενειάν, αφέντη μου, τα πλούτη δε γεννούσι,
και δίχως γνώση φρόνιμοι ποτέ δεν είναι οι πλούσοι,
καλά κι ο κόσμος τσι τιμά και τσ’ ατυχιές τως κράζει
χάρες, κι εκείνο οπού μισά στον ουρανό ανεβάζει,
γιατί τα γαλιφίσματα τώρα γεννούν τη χάρη,
κι ο φόβος βάνει φανερά τση γλώσσας χαλινάρι.
Δυνάμωσε τα δάκρυα σου, δίπλωσε παρακάλια,
γιατί κι η πέτρα οκ το νερό τρώγετ’ αγάλι’ αγάλια.
Με μάκρητα πολλού καιρού, με σιργουλιές και κόπο,
γυρεύγει ο πόθος τσι καρδιές και σμίγει των ανθρώπω,
και κάνει μια τσι δυο ψυχές και τα ξεχωρισμένα
κορμιά στον κόσμο ζούσινε μόνο με πνέμαν ένα,
κι ουδέναν άλλο δε μπορεί πράμα να τα μποδίσει,
μόνο η κακή σου, θάνατε, κι αλύπητή σου φύση.
Γιατί όλες οι καλομοιριές του κόσμου και τα πλούτη
μια μόνο ’σκιά ’ναι στη ζωή στην πρικαμένη τούτη,
μια φουσκαλίδα του νερού, μια λάβρα που τελειώνει
τόσα γοργό όσο πλιά ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει.
Ποτέ μου δεν αγάπησα να βλέπω κόρης κάλλη,
μουδέ παιγνίδια, ουδέ χαρές, ουδέ ξεφάντωση άλλη·
σε τσικνιασμένο μαγερειό και καπνερό καλλιά ’χω
―πούρι να ψήνουν τίβοτσι―πάσα καιρό να λάχω.
Περιττοπλιάς των γυναικών, που ’ναι το φυσικό τους
να ’χουν ’ς τς αγαφτικούς τωνε διπλό το πρόσωπό τους.
Τούτό ’ναι το συνήθιο τους, δείχνουσι πως μισούσι
τς αγαφτικούς οπ’ αγαπούν, και τς άλλους περγελούσι
με λόγια, με γλυκές θωριές ―καλά που τις γνωρίζω!
γιαύτος ωσάν το δαίμονα όλες τς αναμερίζω.
Στράτα καλήν αληθινά ποιος άνθρωπος να γνώσει
πεινώντας δύνεται, ή βουλή τινός αλλού να δώσει;
Μα πλια καλλιά σου να ’θελες τρώγει κι εσύ, καημένε,
γιατί άλλο σαν το φαγητό πράμα γλυκύ δεν έναι.
Με το μοσκάτο το γλυκύ και μ’ όμορφη λογάδα
κάθε πουρνό οι φρόνιμοι διώχνουσι την κρυάδα.
Κάλλιο το λίγο και συχνό γεμίζει το σακούλι,
και στη φτηνειά κατέχεις το, το πώς γλακούσιν ούλοι.
Το πράμα οπόνας μοναχός δεν ημπορεί να κάμει,
ξεύρε πως κάνουσι οι πολλοί γή χώρια τους γή αντάμι.
Πάντα ας μισεύγουν απ’ αυτή κι ας μην πολυχορταίνου,
γιατί ανοστίζει το πολύ φιλί και δε γιαγέρνου.
Τα ρούχα σου και αγαφτικούς πάντα να συχναλλάζεις,
όσο μπορείς στα βρόχια σου πλιότερους για να μπάζεις·
μα βλέπε μόνο, μόλεγε, μην αγαπάς κιανένα,
κι ολίγο θάρρος όλοι τους ας έχουν από σένα.
Κάμε συχνά να τσι κρατής σε φόβο και σ’ ολπίδα―
κακό σ’ εκείνη που καλά δεν ξεύρει τη σκριμίδα [=ξιφομαχία]!
Ω γράμματα, Ο scienzia, Ο umanità μου, οϊμένα,
κι ίντα λογής την σήμερον είστε καταντημένα!
Ω δάση μου πυκνότατα, φύγετε από σιμά μου,
μη σάσε κάψου σήμερο τ’ αναστενάματά μου,
γιατί γροικώ στο στήθος μου καμίνιν αφτωμένο
και λάβ’ απού το στόμα μου βγαίνει το πρικαμένο,
και δε μπορεί παρ’ ό,τι βρει ν’ άψει και να φλογίσει
κι όλο τον κόσμο κάρβουνα φοβούμαι μη γεμίσει.
Νίβγουνται, κοκκινίζουνται και μοσκολαντουρούνται,
με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απιλογούνται·
με τέχνη τα ματάκια τως τα πλουμιστά γυρίζου
κι όλες γυρεύγου την καρδιά τ’ αθρώπου να φλογίζου·
σιγανοπορπατούσινε και σιγανογελούσι
και να τσι συντηρούσινε τα μάτια προσκαλούσι.
Δείχνουσι μέρος τω βυζιώ και κάτω τ’ αστραγάλου
και χάρη τση πορπατηξάς δίδουσι και του ζάλου.
Και αν ήτο μπορετό ντωνε στη γη να μην πατούσι,
μα στον αέρα να ’χουσι φτερούγες να πετούσι,
μετά χαράς το κάνασι για να μπορού ν’ αρέσου
των κοπελιάρων ολωνώ. Μηδέ ποτέ να πέσου
μπορούσι σε χειρότερη πρίκα και κακοσύνη
και μεγαλύτερο καημό καθώς την ώρα κείνη,
απού γνωρίζουσι το πως γυναίκα βρίσκετ’ άλλη
να τσι περνά στην ομορφιά κι εις τα περίσσα κάλλη.
Εγώ ο καημένος τ’ αλαφιού μοιάζω του δοξεμένου,
οπού τα γλάκια τα πολλά κι οι στράτες δεν το γιαίνου.
Καθώς τ’ αλάφι, όντας βαστά στο στήθος του δοξάρι,
λογιάζοντας ανάπαψη στον πόνο ντου να πάρει
ώρες ’ς τσι κάμπους πορπατεί κι ώρες στα δάση μπαίνει,
ώρες ’ς λαγκάδια χώνεται κι ώρες ’ς βουνά ανεβαίνει,
ώρες γλακά, ώρες στέκεται, πέφτει ώρες και μουγκάται
κι όσο γυρεύει ανάπαψη πλειότερα τυραννάται,
έτσι κι εγώ ο βαρειόμοιρος, απόσταν τση καρδιάς μου
εκάμασίνε την πληγή τα μάτια τση κεράς μου.
Κρυγιαίνω κι άφτω, πεθυμώ, φοβούμαι και τρομάσσω,
κινώ κι οπίσω σέρνομαι, φεύγω και πάλι ’ράσσω.
Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη,
το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη.
Ανέν και πιάσει ανεμική, Πανώρια, σιγανεύγει·
κι ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει.
Ανέναι και τη θάλασσα βλέπομε τη μεγάλη
πως, α φουσκώσει μια βολά, καλοσυνεύγει πάλι·
ανέναι και τον ουρανό θωρούμε, σα βροντήξει
κι αστράψει με πολύ θυμό κι αστροπελέκι ρίξει,
πως γαληνώνει το ζιμιό κι από το πρόσωπό ντου
τα νέφη διώχνει τα θολά και παύει το θυμό ντου,
γιάντα κι εσύ την όργητα δεν παύτεις, πεθυμιά μου,
μα στέκεις πάντα στο ’να σου και καίγεις την καρδιά μου;
Σαΐταν εις το στήθος μου σύρε με το ξιφάρι,
την πρικαμένη μου ζωή, σαν πεθυμάς, να πάρει.
Μα βλέπε μόνο στην καρδιά μη λάχει και μου δώσεις
κι εσέ την ίδια, που εδεκεί βαστώ, μη θανατώσεις.
Πανώρια, αιτιά του πόνου μου κι αρχή τση παιδωμής μου,
καλέστρα του θανάτου μου και διώχτρα της ζωής μου·
του λογισμού ταραχή, φωτιά τω σωθικώ μου,
θροφή των αναστεναμώ, δάκρυα των αμματιώ μου·
χαρά τση πρίκας μου πολλή και πρίκα τση χαράς μου,
της αρρωστιάς μου πεθυμιά και χαλασμός τση γειας μου·
τση κεφαλής μου σκότιση, πέδουκλο των ποδιώ μου,
κατάλυση τση νιότης μου και τέλος τω χρονώ μου·
θεά τση δόλιας μου καρδιάς, βασίλισσα του νου μου,
τση πεθυμιάς παράδεισο, κόλαση του κορμιού μου.
Για το ταυρίν η αελιά μουγκάται και φωνιάζει
κι η προβατίνα τον κριγιό μέρα και νύχτα κράζει.
Η γιόχεντρα όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,
μα ’δώ κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει.
Και τα λιοντάρια τ’ άπονα τη δύναμη του πόθου
συχνότατα στο στήθος τως το θυμωμένο γνώθου.
Μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι
παρά κι εκείνα αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι.
Έτσι κι οι γιάντρες διχωστάς γυναίκες δε φελούσι
κι εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι.
Απού τη φύση εδόθηκε να σμίγομεν ομάδι
κι όποιος την φύσην αδικά παιδεύγεται στον Άδη.
Φεύγει ο καιρός σαν το πουλί, τα πράματα γερούσι,
όλα του κόσμου πάντοτες τα χόρτα δεν αθιούσι.
[...]
Κι ως τα φυτά ξεραίνουνται, τα λούλουδα και τ’ άθη,
την ομορφιά σου θες ιδεί κι εσύ το πώς εχάθη.
Οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μας παίρνου,
τσι γνώμε μας αλλάσσουσι, κι άλλη ζωή μάς φέρνου.
Ώστε απού να κρατή τση γρες αδόντι στη μασέλα,
πάντα λογιάζει να ’ν’ καλλιά παρά κιαμιά κοπέλα.
Ζιμιό άφησε τα βάσανα και πιάσ’ τον πόθο πάλι
να δεις πώς ξανανιώνουσι τα πρωτινά σου κάλλη.
Σαν ξεραθεί ο βασιλικός, Γιαννούλη, δε γυρίζει
στην πρώτη ντου ομορφιά ποτέ, καλά και να μυρίζει.
Ως ποταμός χειμωνικός θολός όντα φουσκώσει
κι εις το καυκί ντου δε χωρεί κι όξω ’ς τσι κάμπους δώσει
κι α βρει κουράδια, παίρνει τα, δεντρά τα ξεριζώνει,
χαλά τα χειλοπόταμα, βουνιά ξεθεμελιώνει
κι απ’ άθρωπο σταλαρισμό μηδεποσώς δεν έχει,
αμ’ όσο πλια ’μποδίζεται, πλια θυμωμένος τρέχει,
τέτοιας λογής την σήμερο τον πόθο φουσκωμένο
βαστώ στη δόλια μου καρδιά απού ποσώς χωσμένο
δεν ημπορώ να τον κρατώ, γιατί τση ’ντήρησής μου
τσι πόρτες εκατάσπασε κι έριξε τη ντροπής μου.
Δοσμένον είναι πασαγείς το θάνατο να φεύγει
όσο μπορεί και τση ζωής το μάκρος να γυρεύγει.
Κι όποιος γιατρειάν αγύρευτη στην αρρωστιά ντου αφήσει
ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση.
Και δείξε τωνε φανερά το πως χαρά σαν κείνη
δεν είναι σαν όντας σμιχτεί τ’ αντρόγυνο στην κλίνη.
Άφτω, κρυγιαίνω, καίγομαι, τρομάσσω και φοβούμαι,
αποκοτώ και χάνομαι και δεν κατέχω πού ’μαι.