Αφροδίτη όπου λείπει,
η ζωή ’ναι πάντα λύπη·
κι όπου δεν γελάει ο Έρως,
εκεί πάντα κλαίει το μέρος.
Έξω, έξω τα βιβλία.
Στη φωτιά η φλυαρία.
Λέξεις, λόγοι, όλα κάτω·
τι του κάκου τα φυλάττω;
[...]
Βάλε Βάκχον και Μαινάδες
και βαρέλια μυριάδες,
να γενεί βαρελοθήκη
η χρυσή βιβλιοθήκη.
Να μην είν’ κενό στην φύσιν,
να μ’ είν’ άδειο εις την κτίσιν,
να μη τύχει πουθενά!
Οι βαρέλες να ’ν’ γεμάτες,
να γεμίζουν τες κανάτες
με κρασί παντοτεινά.
Γλώσσα δε αναλλοίωτη και αμετάβλητη ούτ’ ήταν, ούτ’ είναι, ούτε θα είναι πώποτε· και διά τούτο πάντοτε η γλώσσα εκ των προτέρων είναι της των υστέρων ανόμοια. Όθεν λοιπόν καμμιά γλώσσα καθαυτό ούτε καλή, ούτε κακή είναι, αλλά κατά την των ανθρώπων φαντασιώδη ιδέαν.
Φύγετε, τρέλες·
έλα, κρασάκι,
μες στο χρυσό μου
το ποτηράκι.
Εσ’ είσαι δόξα
και μεγαλεία,
εσ’ είσαι πλούτος
και ευτυχία.
Δεν είν’ στιγμή παντάπασι, δεν είναι κόσμου μέρος,
δεν είναι τόπου μέγεθος, που δεν ορίζ’ ο Έρως.
Ποιος τάχ’ από τον Έρωτα στο παν θεός είν’ άλλος
πλέον σεμνός και σοβαρός κι αιώνια μεγάλος;
Έρως που φορτώνεται
πλια δεν ξεφορτώνεται.
Όπ’ ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή ’ν’ τη αληθεία
αιωνία τυραννία.
Μια ’ναι μόνον ευτυχία,
η ατάραχη υγεία.
Να μπορείς να τρως, να πίνεις
κι αγκαλιά να μην αφήνεις.
Απ’ την πλόσκα φέρτε, φίλοι,
να ρουφήσω με τα χείλη,
απ’ την πλόσκα το κρασί·
για ν’ ακούσω ν’ αρχινήσει
σαν αηδόνι να λαλήσει
το κλουκλούκλου φισισί.
Ο Έρωτας είν’, φίλε,
του νου μας το ακόνι,
οπόταν στες μελέτες
σπουδάζοντας στομώνει.
Ότι αιώνια δεν κάμνουν άλλο οι απόγονοι, παρά ν’ αλλάζουν και να μετασχηματίζουν την γλώσσαν των προγόνων τους· το οποίον είν’ ολότελ’ αδύνατον να εμποδισθή. Και θα έρθει ένας καιρός αυτήν την γλώσσαν μας να μη την καταλαμβάνουν οι απόγονοί μας, καθώς κι εμείς των παλαιών Ελλήνων προγόνων μας.
Ο Έρως θριαμβεύει
με όποιον κι αν παλεύει.
Πα! οι τρίχες μ’ αν ασπρίζουν,
μήπως άραγε πικρίζουν;
Τ’ έχ’ η άσπρη τους βαφή;
Τιγάρ τ’ άσπρο θανατώνει,
ή φιλώντας αγκυλώνει
τα χειλάκια στην αφή;
[...]
Το λοιπόν κι εγ’ όσο θέλει
ας ασπρίσω· δεν με μέλει,
παντελώς δεν με λυπά.
Ότι, όσο πάντ’ ασπρίζω,
τόσο πλέον νοστιμίζω,
τόσ’ ο Έρως μ’ αγαπά.
Μισώ την αγουρίδα,
μισώ και τη σταφίδα,
και μόνον το σταφύλι
το δέχομαι στα χείλη.
[...]
Σοφοί αν ίσως είστε,
τον μύθον εξηγήστε.
Τες άκρες πάντ’ αφήστε,
τες μέσες κυνηγήστε.
Ας γένουμουν καθρέφτης
να βλέπεσαι, σ’ εμένα,
κι εγώ να βλέπω πάντα
το κάλλος σου κι εσένα.
Η πράξις απ’ αιώνος έδειξεν ότ’ οι άνθρωποι δεν υποτάζονται τους Νόμους από διάκρισιν, αλλ’ από φόβον· ούτ’ απέχουν από το κακόν διά την δικαιοσύνην, αλλά διά την παιδείαν.
Όστις δεν ηξεύρει να υποκρίνεται, δεν ηξεύρει να εξουσιάζει.
Πρωτίστη λοιπόν πρόφασις και ισχυροτάτη είναι της θρησκείας, από την οποίαν οι άνθρωποι καταπλήττονται· δευτέρα δε είναι της δικαιοσύνης, την οποίαν όλοι την ζητούν· και τρίτη της τιμιότητος, την οποίαν όλοι την επαγγέλλονται.
Τι του κάκου κοπιάζεις
και ανόητα σπουδάζεις,
για να μάθεις τεχνικά
τ’ είν’ το άλφα και το βήτα
και το ζήτα και το ήτα
και τα άλλα τα κακά;
[...]
Αφ’σε τούτη σου την τρέλα
και κολλήσου στη βαρέλα,
που σε κράζει με χαρά,
να σε μάθει, για να γίνεις
σπουδαιότατος, να πίνεις
ένα μέτρο στη φορά.
Τούτο βλέπε να σπουδάξεις,
τούτο πάσχιζε να πράξεις
κι όχι τ’ άλλα τα τρελά,
θέματ’ άρρατα γραμμένα
και νερά κοπανισμένα
και δασκάλων λαλαλά.
Ω Έρωτ’ ανθηρότατε,
γλυκέ και ιλαρότατε
του κόσμου κυβερνήτη,
[...]
Το βλέμμα σου το ήμερον
από τον κόσμον σήμερον
στιγμήν σχεδόν αν λείψει,
ο κόσμος όλος σβήνεται
και καταντά και γίνεται
κατήφεια και θλίψη.
Βάσκανη φήμη, φθονερή
φιδογλωσσού φαρμακερή,
πικρή κακομηνύτρα
και πάντοτε πλανήτρα.
Έρως, μ’ είπε, στη φιλία
συνηθίζει να ξεχνά
την καλή του συμφωνία
και τον όρκον του συχνά.
Ότ’ η Μοίρα διορίσει
δεν είν’ τρόπος να γυρίσει·
θα γενεί και θα γενεί.
Όλα τ’ άλλα είν’ χαμένα,
ούτε γίνεται κανένα,
αν αυτήν δεν τη φανεί.
Ταλαίπωρη νεότητα,
ιδέ τη ματαιότητα.
Το κάλλος μας περνάει.
Και τ’ άνθος της καλής μας,
ολιγοστής ζωής μας
μονόφορα γερνάει.