Και τώρα, ας σας ρωτήσω εσάς, αρχοντόπουλα της ρωμιοσύνης, που πάτε στην Ευρώπη και ξοδεύετε τα μαλλοκέφαλά σας: πώς δεν κάνετε κάθε χρόνο κι απόνα ταξίδι στα νησιά μας, να δείτε όλ’ αυτά κι άλλα πιο περίεργα κι όμορφα, και να τα ξέρετε και να τ’ αγαπάτε, σα δικά σας που είναι και να μην αδειάζει και το πουγγί σας, μόνο τρέχετε στα ξένα, και δεν το βλέπετε πως τα μεγαλύτερα έθνη σ’ αυτήν την Ευρώπη σας είναι κείνα που θαμάζουνε τα δικά τους, αυτά τα χωριάτικα που τα θαρρείτε ασήμαντα, και που θ’ αρχίσουνε νάρχουνται καμιά μέρα οι Φράγκοι κοπαδιαστά να τα σεργιανίζουνε και να λεν πως ζουν ακόμα οι χάρες κι οι ομορφιές της Οδύσσειας και τότες θα τ’ αγαπήσουμε και μεις από μίμηση, κι όχι από δικό μας γούστο!
Και τώρα, ας σας ρωτήσω
«Η Στραβοκώσταινα». Νησιώτικες ιστορίες, 1894. Άπαντα, Α΄. Εκδόσεις Πηγής, 1952. 131.