Επί βιβλίου φίλου κύπτων, οπόθεν άλλοτ’ ευγενείς
ήντλουν εξάρσεις, νυν ζητώ ―ω, τίς ντροπή!―
ν’ αντλήσω ύπνον.
Το κρίμα μου το λέγω· δεν μπορώ
ατάραχος να ’δώ την ομορφιά.
Αχ! με της λίμνης μοιάζω το νερό
που ό,τι περνά, αφήνει ζωγραφιά.
Και τα μαλλιά μου εθαύμασα. ―Πώς στέκονται ωραία,
θα έλεγες, αν τα ’βλεπες, τι μαλακά που θα ’ναι!
― Ε! Σε γελούν τα μάτια σου, γιατί απ’ τον κουρέα
είν’ ό,τι ήλθα· αύριο να δεις πώς θε να πάνε·
ωσάν αγκάθια αχινού θα στέκουν ορθωμένα.
Την άλλη πάλι Κυριακή μπορείς να τα θαυμάζεις.
Το ίδιο με τους υπουργούς κ’ εδώ. Τους ανεβάζεις
εις το σκαμνί, στη φυλακή τους βάνεις. Στα χαμένα!
Ο τόπος διορθώνεται για μία τριμηνία
και ύστερα; Και ύστερα η ίδια ιστορία.
Να μου αλλάξεις τα μαλλιά μπορείς; Μπορείς να κάνεις
άλλους τους Έλληνας; Λοιπόν τα λόγια σου μη χάνεις.
Απ’ έξω του Παράσχου μας τους στίχους ξέρουν όλοι·
ένα λουλούδι αν κλέψουνε σε τέτοιο περιβόλι,
τι τάχα; Απ’ τον πλούσιο σαν κλέφτεις δεν πειράζει·
του παίρνει μια ιδέα του κανείς, τα λόγι’ αλλάζει
και την σερβίρει έπειτα. Το ίδιο όταν παίζει
η αδελφή σου η μικρή τις κούκλες, στο τραπέζι
σαν κάθεσθε, λίγο φαγί φροντίζει να της μείνει
και ύστερα η κούκλα της με κείνο γεύμα δίνει.
Τώρα, πιστεύω, δεν ζητείς θουρίους να τονίσω
και τον Παράσχο και εγώ να σου λιανοπωλήσω.
Αν θέλεις όμως, πήγαινε να εύρεις κάποιον άλλο
και άφησέ με, φίλε μου, σαν πώψαλλα, να ψάλλω
τα μάτια της αγάπης μου και τα ξανθά μαλλιά της.
Δεν είμαι ποιητής· μπορεί· μα ούτε μεταπράτης.
Ετέρου, τέλος, έρωτος το νέκταρ μάς μεθύσκει,
αλλά ο πρώτος τελευτά χωρίς να αποθνήσκη.
Ούτω, οπόταν άνθος τι την χείρα μας μυρώση,
αν απορρίψαντες αυτό κρατώμεν άλλο ήδη,
υπό το νέον άρωμα η χειρ μας αναδίδει
του πρώτου της αρώματος ολίγον τι λοιπόν.
Ούτω, ενώ να ψάλωμεν ζητούμεν άσμα νέον,
εξαίφνης μεταπίπτομεν λαθραίως εις αρχαίον
συνήθη μας σκοπόν.
Λίγη αγάπη, ένας φίλος, ένα όνειρο, δυο στίχοι,
κάποτε ένα δάκρυ, γέλια καθημερινά,
έρωτας για την πατρίδα, πίστη αμέτρητη στην τύχη,
η ζωή μας όλη νά!