Παραπονούμεθα διά την ασθενή μνήμην μας, ενώ θα έπρεπε μάλλον να παραπονούμεθα διά την ασθενή λήθην μας.
Ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που εξαρτάται μόνον από τις τιράντες του.
Όχι μόνον μία πόλις της Ελλάδος διάκειται εχθρικώς προς την άλλην, αλλά και δύο συνοικίαι της αυτής πόλεως, και οι γείτονες της αυτής οδού, και οι σύνοικοι της αυτής οικίας, και οι συνεταίροι της αυτής επιχειρήσεως. Πόσες φορές δεν αισθάνθηκα, ότι αν ημπορούσα να διαιρεθώ σε δύο, ο μισός θα μάλωνα με τον άλλον μισόν.
Διά να κρύψετε την αλήθειαν, πρέπει να ευρίσκεσθε πολύ πλησίον της.
Και ο χάρτινος αετός διά να φθάση ψηλά, έχει ανάγκην κάποιος να του κάμη κεφάλι.
Λέγουν «αγάπησε και τρελλάθηκε», ενώ έπρεπε να πουν «τρελλάθηκε και αγάπησε».
Την ηδονήν του μασήματος την αισθάνονται οι άνθρωποι μόνον όταν χάσουν τα δόντια των.
Πολλοί άνθρωποι είναι μηδενικά· και ο τρόπος που ζουν τους έδωσε την μονάδα που χρειάζονται διά να γίνουν κάτι.
Ο διά της μεθόδου των πρακτικών αξιωμάτων στρεβλώνων τα αισθήματα ενός νέου, πολύ ολίγον διαφέρει επαίτου στρεβλώνοντος τα πόδια του παιδιού του.
Καθαρόν πράγμα δεν είναι ό,τι επλύθη, αλλ’ ό,τι δεν ελερώθη.
Όταν υψώνεται κανείς χωρίς να έχη αξίαν, όπως το μπαλόνι, πρέπει να έχη και παιδιά διά να τον θαυμάζουν.
Εκ των λογοτεχνών άλλοι μεν γράφουν όπως θέλουν αυτοί (τα διάφορα δόγματα) και άλλοι όπως θέλουν οι άλλοι (λαϊκά αναγνώσματα). Υπάρχουν δε κάποτε και οι προσπαθούντες να συνδυάσουν τας ορέξεις των προς τας ορέξεις του αναγνώστου. Τους πρώτους τους κατακρίνουν, τους δεύτερους τους περιφρονούν, τους τρίτους τους κρίνουν.
Ο άνθρωπος ζει με τα ελαττώματά του, και επιζεί με τα προτερήματά του.
Όταν ακούη κανείς το σύνηθες βάδισμα εννοεί, ότι κάποιος πηγαίνει κάπου, και όταν ακούη ρυθμικόν, ότι κάποιον πηγαίνουν κάπου.
Παρά να σκέπτεται κανείς εις άλλην γλώσσαν και να γράφη εις άλλην, καλύτερα είναι να μη σκέπτεται διόλου.
Δεν γνωρίζω τι γίνεται εις άλλα μέρη. Εις ημάς όμως ημπορεί κανείς εξ αιτίας ενός προσώπου να σιχαθή επιστήμην ολόκληρον.
Οι απάτριδες και οι δημοκόποι έχουν διαρκώς Αποκριές. Οι πρώτοι φορούν την προσωπίδα του κοσμοπολίτου και οι δεύτεροι του ιδεολόγου.
Ατυχής είναι η παρομοίωσις του περιττού ανθρώπου με τον πέμπτον τροχόν της αμάξης· διότι ακριβώς αυτός αντικαθιστά πάντοτε εκείνον εκ των τεσσάρων που κατήντησεν άχρηστος.
Εάν η κόρη παρηκολούθει με προσοχήν και σκέψιν το ωραίον άνθος της ροδιάς και εκείνα τα άνθη της που έγιναν πια καταστρόγγυλον ρόιδι, δεν θ’ απεφάσιζεν να υπανδρευθή.
Οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι εις κάποιαν σύγκρουσιν διαιρούνται εις δύο: με τους πρώτους μαλώνεις χωρίς να θυμώσης και με τους δευτέρους θυμώνεις χωρίς να μαλώσης. Με τους πρώτους σε συνδέει φιλία και εκτίμησις, με τους δευτέρους ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ότι η φιλία και το φιλί είναι της αυτής ρίζης, το λέγει το λεξικόν, αλλά το υποστηρίζει και η ιστορία με το φίλημα του Ιούδα.
Όλων των πραγμάτων η ανακάλυψις οφείλεται εις ανοικτομάτην και μόνον την τάξιν ανεκάλυψε τυφλός. Απλώνει το χέρι του κι ευρίσκει κάθε πράγμα εις την θέσιν του.
Ότι αι γυναίκες προωρίσθησαν να διευθύνουν το σπίτι των αποδεικνύεται και από τον ορνιθώνα, ο οποίος λέγεται κοτέτσι και όχι κοκορέτσι.
Ένας άσχημος άνθρωπος ερωτευμένος ομοιάζει με ένα αγκάθι ανθισμένον.
Η φοβερωτέρα εγκατάλειψις δι’ ένα άνθρωπον είναι, όταν τον εγκαταλείπη η εποχή του.
Δίκαιον είναι να ζητηθή ο μεγαλοφυής και προφητικός γλωσσολόγος, ο οποίος πρώτος ωνόμασε τα τενεκεδένια εκείνα σκεύη εις τα οποία χώνεις το χέρι σου και από τα οποία βγαίνει η κυριαρχία, κάλπας.
Αφού δε είναι γνωστόν ότι οι Έλληνες κάλπας κυρίως ωνόμαζον τας θήκας της τέφρας των νεκρών θα είχε βεβαίως υπ’ όψιν του και τον ρόλον που παίζουν εις τας εκλογάς οι νεκροί.
Πλην τούτου θα εγνώριζεν ότι εις την νεοελληνικήν η λέξις κάλπη έχει εξαιρετικώς χαρακτηριστικήν σημασίαν.
Βιβλίον άνοστον το οποίον αγοράζεις κιόλας, ομοιάζει προς ένα οχληρόν γνώριμόν σου του οποίου πληρώνεις και το γεύμα.
Κάποιος εις τον ύπνον του παρεκάλεσε τον Διάβολον να του υποδείξη μέρος χωρίς θλιβεράς αναμνήσεις. «Σκάψε, του είπεν εκείνος, σκάψε πολύ. Αρκεί. Τώρα έμπα μέσα και κουκουλώσου».
Την αυτήν έκπληξιν αισθάνεσαι με ένα κεφάλι χωρίς μυαλό και με ένα κανάτι δίχως νερό, όταν τα πάρης διά γεμάτα και έξαφνα τα νιώσης αδειανά.
Εις τον τόπον μας δεν αρκεί να γνωρίζη να γράφη κανείς, πρέπει να γνωρίζουν και οι άλλοι να διαβάζουν.
Ο ιδιωτικός βίος είναι δρόμος με καλντιρίμι, ο κοινωνικός δρόμος με σκόνη και ο δημόσιος δρόμος ασφαλτοστρωμένος. Φθάνεις γρήγορα, αλλά καμιά φορά σπας και τα μούτρα σου.
Δεν σε φθάνει καημένε κάβουρα που βλέπεις τι γίνεται μέσα στην θάλασσα, μα θέλεις να ιδής τι γίνεται και στην ξηρά; Κι εκεί κι εδώ τρώει ο ένας τον άλλον.
Ο μόνος λόγος που ανοίγουν πολλοί το στόμα των είναι, διά να σε προειδοποιήσουν ότι πρέπει να κλείσης τ’ αυτιά σου.
Όλου του κόσμου τα ερείπια τρομάζουν και μόνον τα Ελληνικά εκπλήττουν.
Όποιος είναι χαλαρώτατος εις τα καθήκοντά του, είναι εντονώτερος εις τα δικαιώματά του, σκλαβώνει τας υποχρεώσεις του και ζητεί από τους άλλους λύτρα.
Μια μέρα παρεκάλεσα την τύχην να μου στείλη κάτι που να μου ενθυμίζη τα μικρά μου χρόνια, και αυτή μου έστειλε πονόδοντον.
Και ο κοργιός όταν είναι χορτάτος, περιπατεί με αξιοπρέπειαν.
Δεν υπάρχει άλλος τόπος όπως εις την Ελλάδα διά την οποίαν εγράφησαν τα περισσότερα βιβλία και όπου διαβάζονται τα ολιγώτερα.
Ότι δεν γεννήθηκα δι’ αρχηγός το εννοώ, από την ενόχλησιν που αισθάνομαι, όταν ακούω βήματα άλλων πίσω μου.
Η ζωή είναι ένα ωραίον ποτήρι από χαλκόν· αν δεν το διατηρής καθαρόν, ημπορεί να σε δηλητηριάση.
Η Τύχη παρακολουθεί τον άνθρωπον, δεν προηγείται αυτού. Ώστε άδικος είναι ο κόπος εκείνων που νομίζουν πως την κυνηγούν.
Ένας μαθηματικός συμβουλεύει: Θέλεις ν’ αποφύγης ένα γνωστόν; Πλησίασε έναν άγνωστον. Έως ότου να ξεκαθαρισθή η παρεξήγησις ο γνωστός θα έχη προσπεράση.
Το μεγαλύτερον κατόρθωμα της εμπορικής ρεκλάμας είναι, ότι εξ αιτίας της σιχαθήκαμε τα λογοπαίγνια.
Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των μικρών κρατών ομοιάζουν με τους ταξιδεύοντας παραγγελιοδόχους ειδών όχι πρώτης ανάγκης.
Δύο αδελφοί δεν πρέπει να έχουν το αυτό επάγγελμα. Πάντοτε ο ένας θα επισκιάση τον άλλον. Αν δεν ημπορούν ν’ αλλάξουν επάγγελμα, φρόνιμον είναι ν’ αλλάξουν επώνυμον.
Όχι μόνον στο θέατρον δεν ανεχόμεθα να υποκρίνεται κανείς πάθημα το οποίον έχει, αλλά και έξω προτιμώμεν την μίμησιν από την αλήθειαν· απόδειξις ότι μας αρέσουν οι ξυρισμένοι, αλλ’ όχι και οι σπανοί.
Όποιος έχει λυμένον το στόμα πρέπει να είναι πολύ τυχηρός διά να μην του δέσουν τα χέρια.
Εις τα κοινωνικά ζητήματα δεν εφαρμόζεται η θεωρία της κολυμβητικής τέχνης. Και αν προκειμένου περί αυτής είναι ανάγκη πρώτα να ’μπής εις το νερόν και κατόπιν να μάθης πώς κολυμβούν, προκειμένου περί κοινωνικών ζητημάτων προηγείται πάσης ανατροπής η ανατροφή.
Δεν θέλω χρήματα,
δεν θέλω πλούτο,
είναι μια ψώρα
ελεεινή·
όσο την ξύνεις
την οργισμένη,
τόσο σε τρώει,
τόσο πονεί.
Δυο μόνον αγαπώ
σ’ αυτόν τον κόσμο,
έρωτα, φίλοι
μου, και γλυκά,
γι’ αυτά θα ζήσω,
γι’ αυτά πεθαίνω,
τ’ άλλα για μένα
μηδενικά.
Θέλω την φίλην φθισικήν, άσωμον, στάκτην, κόνιν,
άνεμον επιθάνατον, φάσμα, αθανασίαν,
αυτήν να έχω αδελφήν και αδελφή μου μόνην,
αλλ’ όχι και νυμφίαν μου, αλλ’ όχι και νυμφίαν.
[...]
Ω, ποία, ποία ηδονή, ω! ηδονή οποία!
αμφότεροι ρεμβάζοντες να βαίνομεν στο μνήμα·
και να συναποθάνωμεν, οποία ευτυχία!
αύτη να κόπτη το εμόν, κ’ εγώ αυτής το νήμα!
Το κάλλος δεν το αγαπώ, δεν αγαπώ το κάλλος,
οπόταν είναι υγιές, οπόταν έχ’ υγείαν·
πας άλλος ας το αγαπά, ας τ’ αγαπά πας άλλος,
τ’ αηδιάζω εντελώς, μοι φέρει αηδίαν.
Του Κίσσου η μήτηρ ’κάθητο επ’ όχθης ποταμίου,
ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει·
«Μειώθητι, ω ποταμέ, τράπητι κατά νώτου,
ίν’ αντιπέραν πορευθώ εις των κλεφτών τους τόπους».
Εις το λαιμό του
ένα κορίτσι
είχε κρεμάσει
ένα σταυρό·
διατί τάχα
να προσκυνήσω,
να τον φιλήσω,
να μην μπορώ;
Γιατί ο μαύρος;
τι φταίω; μήπως
κι εγώ δεν είμαι
Χριστιανός!
Κι αν κάμω λάθος
εις τα φιλιά μου,
τα χείλη φταίνε,
ή ο λαιμός;
Ακούσατ’ απ’ τους στίχους μου,
ω φίλοι, τι θα έβγει,
όσες φορές βαριέστε πια
του Έρωτα την συντροφιά,
στο χέρι την Γραμματική,
κ’ ευθύς ο Έρως φεύγει!
Όταν νιώθω τρεις δεκάρες
μες στην τσέπη μου να τρίζουν,
να χτυπούν να κουδουνίζουν,
πόσον είμαι ευτυχής!
Τότε λέγω: Έλλην είμαι
και ακόμη περιμένω;
Ή εγώ στον τάφο μπαίνω,
ή συ, τούρτα, να χαθείς.