Όλα όσα φορτώνουνται σήμερα στο φασισμό, τα φόρτωναν οι αρχαίοι στην τυραννία. Ώσπου η λέξη που αρχικά προσδιόριζε ένα είδος πολιτικού συστήματος, κατάντησε συνώνυμη με κάθε σκληρότητα, καταπίεση, αυταρχικότητα και σαδισμό.
Μολονότι οι Έλληνες κατάλαβαν και πραγματοποίησαν την εθνική τους ενότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συλλάβουν την ιδέα της πολιτικής τους ένωσης. Επιμένουν πεισματικά στο ιδεώδες της πόλης-κράτους, του νοσηρού αυτού τοπικισμού που ―εφτάψυχος― έφτασε ως τις μέρες μας και δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Οι Έλληνες διατηρούν με θρησκευτική επιμονή την παράδοση των ελαττωμάτων τους...
Ο λογοτέχνης, την ώρα που γράφει, αυτοχασισώνεται σα δερβίσης.
Mα η ύπουλη, ψευτοηθική και βάρβαρη αφροδισιακά επαρχία, ξετροχιάζει και τους πιο φυσιολογικούς έφηβους. Σ’ όποιους η τύχη δε χάρισε ένοχες αγάπες (και η πιο ενάρετη επαρχιώτισσα έχει ορμές και υλικές ανάγκες) δεν μένει άλλη αξιόπρεπη λύση από τον γάμο. Kι όταν ο γάμος, ή η εγκράτεια είναι αδύνατη, τότε τα φριχτά Tαμπάκικα [πορνεία] σε περιμένουν.
Στον αγώνα που δίνει, ο ξενητεμένος Ρωμιός για το ψωμί του ―ανάμεσα ισημερινό και πόλους― ο άνθρωπος δε λογαριάζει, το άτομο δεν πιάνει δεκάρα. Καθένας κοιτάει τις πίκρες, τα βάσανα, την πείνα του. Θα θυμόταν ποτέ ο Καρπαθιώτης θερμαστής ―που ξεροψηνόταν κολλημένος σα μπιφτέκι στο καζάνι του βαποριού, ο μεροκαματιάρης που όργωνε τα πέλαγα και τους ωκεανούς της οικουμένης για το ψωμάκι του― πως είχε μια ξαδέρφισσα υπηρέτρια στο Πορτ-Σάιτ; [...] Πρέπει να ξέρει κανείς τα λιμάνια του διαμετακομιστικού εμπόριου, με τις ταβέρνες τους για τους διψασμένους ναυτικούς· με τα «σπίτια» για τους άνδρες που, τριάντα και σαράντα μέρες στο καμίνι του Ινδικού και της Ερυθράς, ξεροψήθηκαν με την προσμονή μονάχα της γυναίκας. Πρέπει να έχει δει τον υπόκοσμο των λαθρεμπόρων του χασίς, των πραματευτάδων της άσπρης σάρκας, των κυνικών λεβαντίνων που βγάζουν τον παρά με τον παρά και το πιστόλι. Και τότε θα καταλάβαινε το δράμα της έρημης γυναίκας....
Είναι η θάλασσα, που πρέπει να θραφή με ψυχές για να θρέψη ανθρώπους.
...Τίμιες οι γυναίκες σας! Ανέγγιχτα τα κορμιά τους! Μα η ψυχή τους είναι λάσπη και σβουνιές! Σάλια σαλίγκαρου, μπάκακα αφροί! Νά τι είναι οι γυναίκες σας! Πόρνες! Πόρνες της ψεύτρας της ψυχής τους! Πόρνες της κρυφής πεθυμιάς τους! Πόρνες της παιδεμένης σάρκας τους! Πόρνες, όταν γλυκαίνονται μόνες τους με την ονειροφαντασιά του σερνικού! Πόρνες, όταν στην αγκαλιά σας, με μάτια κλειστά, αλλουνού θαρρούν πως ρουφάν τη γλύκα! Νά τι είναι οι τίμιες γυναίκες σας! Και σεις, χαμένα κορμιά, κερατάδες είσαστε! Κερατάδες της τιμιότητας!