Το πρόσωπόν μου δεν το λερώνω, παρά ή με λόγον ή με νόμον, ή τέλος πάντων και με αίμα πασχίζω να έβγω ασπροπρόσωπος και όχι ποτέ ανάξιος και κατησχυμμένος.
Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, και όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος.
Στον Πειραιά, κατά το 1827, ο Καραϊσκάκης είχε πολλούς γραμματικούς και το Δ. Χρηστίδη, πρόσωπο της εποχής που είχε αρχίσει να παίρνη σημασία κοντά στον Κωλέττη (ήτανε με το παρτίδο του).
Μια μέρα ο Καραϊσκάκης χρειάστηκε να γράψη βιαστικά ένα γράμμα. Χτύπησε τα χέρια.
― Ναρθή ο γραμματικός!
Τρέξαν και φέραν έναν άλλον (όχι το Χρηστίδη).
― Όχι αυτόν! είπε ο Καραϊσκάκης· εκείνον το άλλο, που βάνει το ν στον πάτο, να μου φέρετε! (στο τέλος της λέξης).
Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι.
Καθώς στη φαγούρα του κορμιού είναι γλυκό το ξύσιμο, έτσι και στον πολεμιστή λαό το τεχνικό το ψέμα.
Ο αληθινός αφέντης είναι εκείνος πούκαμε πρώτα δούλος. Όμως αλοί στον αφέντη που δούλος γίνηκε.
Όποιος προκομένος άνθρωπος δεν κρύβει τα κουσούρια του είναι πιο ανόητος κι από τη γάτα που θάφτει την κοπριά της.
Φοβιτσιάρης το ασκέρι σαν πανούκλα το μολεύει
και δειλός απελπισμένος γίνεται αντρειωμένος.