Το άροτρον του γεωργού κινούμενον εκθάπτει
αγάλματα εκεί θεών, και πόλεις ανασκάπτει.
Εκεί ποτέ συνέθαλλον, εφάμιλλοι το κλέος,
η Έφεσος, η Μίλητος, η Κολοφών, η Τέως.
Αυτάς τας αύρας έπνευσαν, αυτό το φως τ’ ωραίον
έβλεπον Όμηρος, Σαπφώ, Αλκαίος, Ανακρέων.
Όταν δεν έχη πλέον τι η φλοξ να επιβόσκη,
συστρέφεται καθ’ εαυτής, και εαυτήν βιβρώσκει.
Ο Ρήγας, εάν θέλετε να μάθετε οποίαν
εννόει της Ελλάδος του την Αυτοκρατορίαν,
ω Έλληνες, ανοίξατε τον παμμεγέθη χάρτην,
γραφέντα από τον σεπτόν του έθνους πρωτομάρτυν.
Ο χάρτης ούτος έγινε προς χρήσιν όχι παίδων
αλλά των στρατοπέδων,
και είναι η συμβολική επιστολή της Σπάρτης
ην εις το έθνος έδιδεν ο τολμηρός αντάρτης.
Η τυραννία την φρίκην σπείρει,
και της ωραίας φύσεως φθείρει
την αρμονίαν.
Αυτή μαραίνει τα κάλλιστ’ άνθη,
και η πνοή της κατελυμάνθη
την Ιωνίαν.
Σφιγξ ολεθρία, κακών Μούσα,
αινίγματα θεσπιωδούσα
πικρά εις των θνητών το γένος·
πολιτικήν σε ονομάζει
ο κόσμος, όστις εκθειάζει
μ’ εύφημον στόμα τους τυράννους,
σε ήτις ανατρέπεις
κ’ εις ερημίαν τάφων δρέπεις
τους λαμπροτέρους σου στεφάνους.
Πικρά είν’ εις τους έχοντας
η μεγαλοφυΐα·
οι τύραννοι τους μάχονται,
η τύχη, τα στοιχεία,
κατόπιν αυτών άγριος
ο φθόνος υλακτεί.
Του ουρανού ολέθρια
είν’ εις αυτούς τα δώρα,
και ίσως η του βίου των
ευτυχεστέρα ώρα
αυτ’ είναι του θανάτου των
η ώρα η φρικτή.
Όλα ο χρόνος ο μακρός τα πρώην μεταβάλλει.
Όπου η τρόπις έσχιζε φλοισβώδες κύμα, θάλλει
λειμών, και άροτρον βαρύ ανήρ γηπόνος στρέφει·
ιχθύας δ’ όπου ίστατο βουνόν ο πόντος τρέφει.
Κύκλος τοιούτων αλλαγών και μάλλον πολυτρόπων
τα έργα είναι κ’ οι θεσμοί κ’ αι τύχαι των ανθρώπων.
Αισθήματα καθείς αιών, ιδέα έχ’ ιδία·
αυτών δε κάτοπτρον ο νους και μέτρον η καρδία,
η τέχνη δε παράστασις υπερφυής, μεγάλη,
υφ’ ην του έθνους η ζωή κυκλοφορεί και πάλλει.
Διερμηνεύς δ’ ο ποιητής τής εποχής του είναι·
ελπίδες, φόβοι, πόθοι της και τέρψεις της και οδύναι
εις την φοιβίαν δέλτον του κεχαραγμέναι ζώσι,
και νεαραί εις γενεάς μακράς επιφοιτώσι.
Η Φαντασία εξ αυτής της ύλης τής πλουσίας,
κόσμους λαμπρούς δημιουργεί, εικόνας εξαισίας,
εάν τον Νουν συμπάρεδρον, συμπαραστάτην έχη·
Άλλως κατά κρημνών χωρίς ηνίας άρμα τρέχει.
Πρώτος ο Κοραής, εις γην κλεινός την ελληνίδα,
διά χειρός επιμελούς πολλήν αισχράν ρυτίδα
απέξεσε και στίγματα βαρβαρικών αιώνων.
Αλλ’ έργον ο αγών ανδρός ενός δεν ήτο μόνον.
Το έαρ το γλυκύ εφάνη·
χαίρε, ω φύσις θεσπεσία!
Με σε ζωήν αναλαμβάνει
κ’ η τεθλιμμένη μου καρδία.
Με τον άνθρωπον συγχρόνως, ω θρησκεία, εγεννήθης,
κ’ εις αυτόν με της ψυχής του την πνοήν ενεφυσήθης.
[...]
Η ψυχή η στερουμένη σου εις ατροφίαν μνήσκει
και χαυνούται κατ’ ολίγον και αγωνιά και θνήσκει.
Πού της απλήστου διανοίας,
πού ο θνητός ο τολμητίας
θέλει τους τέρμονας ορίσει;
Με τέχνην νέαν καθ’ ημέραν
της πρώην τερατωδεστέραν,
αυτός αυτόν θαμβοί κ’ εκπλήσσει.
Αλλά ιλλάχ! εις πολλά έτη
δόξα τιμή τω Μωαμέτη!
Από την Λόντρα ως τον Γάγγη
όλοι ετούρκευσαν οι Φράγκοι.
[...]
Πλην μη ο Φράγκος το παιγνίδι
του Καδή παίζη με το στρείδι;
Μη την Ανατολήν αρπάση,
κ’ Έλληνας, Τούρκους συμβιβάση;
Η φυλή δεν είναι μία των πτηνών των ηδυφώνων,
ουδέ ποιητών υπάρχει εις την γην έν γένος μόνον.
Οι ποιηταί, ως αι Εστιάδες παρθένοι της Ρώμης, φυλάττουσιν ακοίμητον την ιεράν φλόγα της φιλοπατρίας, παρηγορούσι την Ελλάδα, διατηρούσι την ελπίδα, χαροποιούσι τους τεθλιμμένους ήρωας υμνούντες αυτών τα κλέα και ζώσι και θνήσκουσιν ως εκείνοι καταλείποντες κληρονομίαν εις τους εκγόνους οι μεν το ξίφος, οι δε την λύραν αυτών.
Ω Λαέ, όστις τους εκλεκτούς σου,
τους ευεργέτας σου και σοφούς σου
πρώτ’ αποκτείνεις,
έπειτα χύνων ματαίους θρήνους,
και χαλκηλάτους και μαρμαρίνους
τους αναστήνεις!
Η αυτή είσαι καθώς το πάλαι
Ελλάς εκείνη· πράξεις μεγάλαι,
μεγάλα λάθη.
Ουρανομήκης ιδού κινείσαι·
έν βήμα κ’ αίφνης εις μαύρα κείσαι
Ταρτάρου βάθη.