Ποτέ οι Έλληνες δε δούλεψαν την τέχνη για την τέχνη· πάντα η ομορφιά είχε σκοπό να υπηρετήσει τη ζωή. Και τα σώματα τα ήθελαν οι αρχαίοι όμορφα και δυνατά, για να μπορούν να δεχτούν ισορροπημένο και γερό νου. Κι ακόμα, για να μπορούν –σκοπός ανώτατος– να υπερασπίσουν το άστυ.
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ’ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται· μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη· η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνια κι αντρεία.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο·το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Πιστεύω σ’ ένα Θεό, Ακρίτα Διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα, στρατηγό, αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δύναμες, τις ορατές και τις αόρατες.
Πιστεύω στ’ αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο Θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του την ακατάλυτη ενότητα.
Πιστεύω στον άγρυπνο βαρύν αγώνα του που δαμάζει και καρπίζει την ύλη ―τη ζωοδόχα πηγή φυτών, ζώων κι ανθρώπων.
Πιστεύω στην καρδιά του ανθρώπου, το χωματένιο αλώνι, όπου μέρα και νύχτα παλεύει ο Ακρίτας με το θάνατο.
Βοήθεια! κράζεις, Κύριε. Βοήθεια! κράζεις, Κύριε, κι ακούω.
Μέσα μου οι πρόγονοι κι απόγονοι κι οι ράτσες όλες, κι όλη η γης, ακούμε με τρόμο, με χαρά, την κραυγή σου.
Μακάριοι όσοι ακούν και χύνουνται να σε λυτρώσουν, Κύριε, και λεν: Εγώ και συ μονάχα υπάρχουμε.
Μακάριοι όσοι σε λύτρωσαν, σμίγουν μαζί σου, Κύριε, και λεν: Εγώ και συ είμαστε ένα.
Και τρισμακάριοι όσοι κρατούν και δε λυγούν, απάνω στους ώμους τους, το μέγα, εξαίσιο, αποτρόπαιο μυστικό:
Και το ένα τούτο δεν υπάρχει!
Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος.
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· μοχτούσε να καταλάβει.
― Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν υπογράφω!
Φυσούν οι ανέμοι του χαμού· σαλεύει ο κόσμος·
μα εμείς ασάλευτη ας κρατούμε την ψυχή μας,
τι απάνω της θεμελιωμένη στέκει η Πόλη·
τρέμουμε εμείς; κι η Πόλη ευτύς κινάει και τρέμει·
λυγίζουμε; κι αυτή λυγάει και παραδίνεται·
η αληθινή ’ναι Πόλη, αδέρφια μου, η ψυχή μας!
Ολάνθιστος γκρεμός της γυναικός το σώμα.
Να πολεμάς για μιαν υπόθεση που την ξέρεις χαμένη, αυτός είναι ο μόνος αγώνας που στέκει στον περήφανον άντρα.
Όταν πολεμάς για τη λευτεριά […] είσαι κιόλας λεύτερος.
Όσο βγαίνεις από τον ίσιο δρόμο, τόσο ο πειρασμός είναι γλυκότερος κι οι υποσχέσεις πιο μεγάλες. Ο κίντυνος να χαθούμε αυξαίνει, μα ο κύκλος της εμπειρίας μας φαρδαίνει, κι η ελπίδα μας να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας μεγαλώνει. Δεν είναι αυτό τάχα που πεθυμάει η ζωή, αυτή η τυχοδιώκτισσα;
Αυτά τα παιχνίδια του λόγου κι αυτές οι καμπύλες του στοχασμού με γοήτευαν και μ’ έκαναν να ξεχνώ το πιο βιαστικό χρέος πάνω στη γη –τη δράση. Να ενεργείς, να ζυμώνεις, να πλάθεις. Ν’ αγκαλιάζεις την ύλη, όπως αγκαλιάζεις μια γυναίκα. Να παράγεις γεγονότα, όπως κάνεις παιδιά... Να στρατεύεσαι στην υπόθεση του Σύμπαντος και να πολεμάς...
Από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου, που αρμενίζεις ανάμεσα στις Σειρήνες, από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου:
να παραδοθείς ολόβολη στις χαρές της γης και να σαπίσεις·
ν’ απαρνηθείς κάθε χαρά και να πεθάνεις μέσα σε μύρο αγιότητας·
ο τρίτος δρόμος, ο δρόμος του Οδυσσέα, του αχόρταστου και πανούργου, παραμένει ακόμα ο καλύτερος!
Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Είναι λαοί κι ανθρώποι που φωνάζουν το Θεό με την προσευκή και με τα κλάματα· ή με την εγκαρτέρηση και τη φρόνιμη απαντοχή· ή με βλαστήμιες· οι Κρητικοί με το τουφέκι.
Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα ’καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα· αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή· αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα· αν θυμώσεις έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά· αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.
Ήλιε, μεγάλη ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου,
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας.
Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι
στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται
και την τσιμπολογούν τα πνέματα και τα πουλιά του ανέμου·
ας την τσιμπολογήσουμε κι εμείς, να δροσερέψει ο νους μας!
[...]
Κι ό,τι τηράς στη γης μαντάτευε κι ό,τι γρικάς μολόγα,
κι εγώ θα τα περνώ στου σπλάχνου μου το μυστικό αργαστήρι,
κι αγάλια, με το παίξε γέλασε και το βαθύ κανάκι,
πέτρες, νερό, φωτιά και χώματα θα γίνουν όλα πνέμα.
Έχει ο καιρός μαθές γυρίσματα, το ριζικό ’χει ρόδες,
κι ο νους του ανθρώπου κάθεται αψηλά και τις στρουφογυρίζει.
Τη φρονιμάδα, Θε μου, πάρε μου, ν’ ανοίξουν τα μελίγγια,
ν’ ανοίξουν οι καταπαχτές του νου, να πάρει αγέρα ο κόσμος.
Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά μήτε γλυκιά γυναίκα,
μήτε και βιος μες στα κελάρια σας μήτε και γιος στην κούνια·
έρμο τραγούδι ’ναι ακατάδεχτο και σβήνει στον αγέρα!
Ψευτόνειρό ’ναι τα γεράματα και φαντασιά ’ναι ο χάρος·
όλα ’ναι της ψυχής καμώματα και του μυαλού παιχνίδια,
όλα αλαφρό μελτέμι που φυσάει και τα μελίγγια ανοίγουν·
τ’ όνειρο απάλαφρα ονειρεύτηκε κι έγινε ο κόσμος τούτος·
ας κάμουμε του κόσμου κατοχή, παιδιά, με το τραγούδι!
Δεν πλάστη, μάθε, ο νους με την πολλή τριβή να μαλακώνει,
να βοδοζεύεται σκυφτός στην καλοπέραση του ανθρώπου·
όσο γερνάει η ψυχή, τη μοίρα της τόσο κι αντροκαλιέται.
Κι είναι, μαθές, το ναι το φάδι μου και τ’ όχι το στημόνι,
κι ό,τι ξομπλιάζω ολημερού γοργοξεπαραλυώ οληνύχτα.
Αχ, πώς περνάει ο καιρός και πώς γοργά της γης γυρίζει η ρόδα,
σύντας τα χέρια μας κι ο νους έργο τρανό καταπιαστούνε!
Πώς να μπορέσει, πολυμήχανε, το αχνό μυαλό του ανθρώπου
να ξεχωρίσει αλήθεια κι όνειρο, την πάχνη από την πάχνη;
Κρασί μού φαίνεται η ζωή, κρασί κι ο θάνατος, μεθούμε!
Περίσσια λόγια λεν τα χείλια μας, μα δεν τα ορίζουμε όλα,
άλλα τα κρένει το άμυαλο κρασί κι άλλα η παντέρμη ανάγκη
κι άλλα μουρλός αγέρας που περνάει και μας φουντανεμίζει·
μα της καρδιάς τα λόγια ’ναι βαθιά και βουτηχτάδες θένε·
λόγο καρδιάς, αδέρφι, θα σου πω στα ξεχωρίσματά μας:
σα θυμηθώ τα μάτια σου τα δυο, γλυκαίνει ο κόσμος όλος!
Αδέρφια μου, καλά κατέχετε, δεν αγαπώ τη φτώχεια·
μα ξαφνικά μού εικάστη το πουρνό πως βάρυνε η ψυχή μας
κι απ’ το χρουσάφι πια δε δύνουνταν ν’ αλαφροπερπατήσει.
Κι είπα: Καλός ο πλούτος, και μπορεί τη γης να ξαγοράσει,
μα πιο καλή ’σαι, χέρα πέρφανη, που τον σκορπάς του ανέμου.
Σωστό κι αν είναι, δίκιο, δε ρωτώ, κι η αλήθεια δε με νοιάζει·
εγώ το σπλάχνο μου αφουκράζουμαι κι ό,τι αρμηνεύει κάνω.
Μωρέ, τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει!
Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλε θα ζώσει τ’ άρματά του,
πάλε θα βάλει το σκουφί στραβά, τον κατηφέ στο αυτί του
και πάλε οι φίλοι του θα θρονιαστούν στα πλούσια του τραπέζια!
Νερό δροσιό η γυναίκα, πίνουμε, την κούπα σφεντουρούμε!
Παιδιά, κι ας ήταν και να κάτεχα στον πάνω τούτον κόσμο
για ποιΟν το γνέμα μασουρίζουμε και διάζουμε το νήμα,
σαν ποιος στον αργαλειό θρονιάζεται, φαίνει ξεφαίνει ξόμπλια
κι έχει στημόνι του το θάνατο και τη ζωή ’χει φάδι!
Θεός θα πει να κυνηγάς θεό στον αδειανόν αγέρα!
Ω πολυφίλητο κορμί, το πιο κρουφό ’σαι μονοπάτι.
Άλλοι τη γης λυτρώνουν με του νου τα φωτερά παιχνίδια
κι άλλοι με της καρδιάς την καρπερή δουλεύτρα καλοσύνη
γιά με την πέρφανη αψηλή σιγή και την παιδώτρα πράξη·
κι άλλοι με την αντρίκεια απελπισιά, την άγρια μονοβύζα,
γιά με τον πόλεμο τον κυρ φονιά, το γριβοκαβαλάρη!
Εσύ σκυφτή τον έρωτα ακλουθάς και κρουφανοιείς τη θύρα·
[...]
Πονετικά συντρίβεις τα κορμιά, τα σύνορα αφανίζεις.
Καβάλα απάνω σε ίσκινα άλογα τους ίσκιους κυνηγούμε·
ίσκιος κι ο θάνατος, και κυνηγάει τον ίσκιο της ζωής μας.
Ώρα καλή σου, αντάρτισσα καρδιά του ανεμοσκούφη ανθρώπου!
Μες στ’ όνειρό σου ταμπουρώθηκες και πια δε θες να φύγεις
και πια δεν καταδέχεσαι τη γης, αϊτέ, να περπατήσεις!
Γιομάτος φρόνεση και φόβο ο νους ζεμένος στην ανάγκη·
μα εσύ, καρδιά μου, το ’χεις δίπορτο, κι όντας σε σφίξει η πίκρα,
την άλλη πόρτα, την ολόχρουση, της φαντασιάς ανοίγεις,
και σαν παγόνι βγαίνει η λευτεριά και περπατάει στις στράτες.
Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!
Ε γέρο, πήρα μέτρο, μέτρησα το ξακουστό κορμί μου·
ε γέρο, πήρα μέτρο, μέτρησα το νου μου, την καρδιά μου,
τη γης αλάκερη, τον ουρανό, το φόβο, την αγάπη,
την πιο μεγάλην αναγάλλιαση, την πιο μεγάλη πίκρα,
πήρα ξαμάρι, γέρο, μέτρησα, και βγήκε ένα κιβούρι!
Χώμα, νερό, φωτιά και φως πηδούν, τα τέσσερα άλογά σου,
και συ κρατάς, ω νου, στη φούχτα σου τα στέρεα χαλινάρια,
και συγκερνάς τη γαύρα δύναμη με του μυαλού την έγνοια.
Αγνίστηκε, άδειασε, έγινε η ζωή καθάριο παραμύθι,
βασιλοπούλες γίναν γαληνές οι φοβερές ιδέες,
κι αγάλια καταστάλαξε ο θεός σα μυρωδιά στα φρένα.
Θα ’ρθει μια μέρα σίγουρα η φωτιά της γης να καθαρίσει,
θα ’ρθει μια μέρα σίγουρα η φωτιά το νου να κάνει στάχτη.
[...]
Φωτιά ’ναι η μήτρα της ζωής, φωτιά και το στερνό μνημούρι·
ανάμεσα σε δυο αψηλές φωτιές χορεύουμε και κλαίμε.
Κελάδημα η ζωή κι ο θάνατος, και το πουλί ’ναι ο νους μας.
Βίγλα αψηλή στα φρένα μας η Μνήμη.
Το ’ξερα εγώ, δε χάνουνται ποτέ τους
οι στεναγμοί· δεν είν’ μαθές αγέρας
να σκορπιστούν· ψυχή ’ναι, και γυρίζουν
με ορμή της Μοίρας τον τροχό κι αλέθει.
Ο Μουσολίνι είναι ο αρσενικός Βενιζέλος.
Ο Νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα βυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Είναι έξυπνος κι άβαθος, χωρίς μεταφυσική αγωνία, και συνάμα, όταν αρχίσει να τραγουδάει μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ’ ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Ανατολή.
Μην πάθετε ό,τι λεν για να κοροϊδέψουν τους φιλόμαθους, λεπτολόγους Γερμανούς: Αν δουν δυο πόρτες και στη μια είναι γραμμένο: «Παράδεισος» και στην άλλη: «Διάλεξη περί Παραδείσου», όλοι θα τρέξουν στη δεύτερη πόρτα.
Η αγάπη δεν μπορεί τη θύμηση να σβήσει.
Ο άνθρωπος οφείλει να φυτέψει τουλάχιστον ένα δέντρο. Να γεννήσει τουλάχιστον ένα παιδί. Να γράψει τουλάχιστον ένα βιβλίο.
Δε φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος.