Κλειστοί Καιροί· κλειστοί, περίκλειστοι,
μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι
σε ανέμους, θύελλες, χιόνια και θολούρες.
Μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα.
Κλειστοί Καιροί
«Το κούτσουρο των γερόντων», 1-4. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 101.