Ο Κολοκοτρώνης πρωτοπάτησε το πόδι του στη Μάνη, αρχίζοντας η Επανάσταση. Από κει τράβηξε με Μανιάτες και Μεσσήνιους για την Τριπολιτσά, με σκοπό να την πολιορκήση. Στο δρόμο, με το πρώτο τουφέκι που κάμανε με τους Τούρκους, ο κόσμος άμαχος κι άπειρος φοβήθηκε και σκόρπησε. Οι άλλοι καπεταναίοι είπανε στον Κολοκοτρώνη:
― Τι θα κάμουμε πλειά εδώ; Να πάμε κατά το Λοντάρι (Μεγαλόπολη), να ιδούμε τι γίνεται κι εκείνος ο κόσμος.
― Εγώ δεν πάω πουθενά! είπε ο Κολοκοτρώνης. Αν θέλετε σεις, τραβάτε. Εγώ θα μείνω ’δω, να με φάνε τα πουλιά της πατρίδας μου που με ξέρουνε.
Ο Κολοκοτρώνης στην αρχή του Εικοσιένα, στο τραπέζι απάνου, όταν ήθελε να πιη κρασί, έλεγε συχνά:
― Ο Θεός να μας φυλάη από τους συντρόφους μας στον πόλεμο.
Γιατί οι πολεμιστάδες ήταν ακόμα αγύμναστοι στο σημάδι.
Επήγα εις το Εκτελεστικό... εχαιρέτησα το Μαυρομιχάλη και λοιπούς και μου αποκρίθηκε ο Πετρόμπεης ότι:
― Ώς πότε θα χορεύης, Κολοκοτρώνη;
Και του είπα:
― Όσο τραγουδάτε σεις, χορεύω ’γω· παύτε τα τραγούδια, και παύω τον χορόν.
Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο πόλεμο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατέματα (μ’ αρχηγό τους τον Κωλέττη), έφτασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας και κάθισε κάτου από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε:
― Τι έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολούνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις τα καρύδια...
Έλεγε γελώντας:
― Κι ευγενέστατο, κι ενδοξότατο, κι εκλαμπρότατο, κι εξοχώτατο, και μεγαλειότατο, και μονάχα παναγιώτατο δε μ’ ωνομάσανε.
Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.
Ο Κολοκοτρώνης μια μέρα στο σπίτι του, στην Αθήνα, σεριάνιζε στην κάμαρα, ενώ το παιδί του ο Κολίνος έγραφε· σταμάτησε μονομιάς και τονε ρωτάει:
― Κουλίνε, ποιο νομίζεις είναι το εθνικό σπίτι της Ελλάδος;
Ο Κολίνος του αποκρίθηκε αμέσως:
― Το παλάτι του Βασιλέως.
― Το παλάτι του Βασιλέως; όχι! είπε. Το Πανεπιστήμιο!
Μεταξύ δε των άλλων ο Βασιλεύς του διηγήθη [του αυλάρχου Νοταρά] και το περί του Πανεπιστημίου ανέκδοτον του Κολοκοτρώνη. Κτιζομένου του Πανεπιστημίου, ο Βασιλεύς διήλθεν εκείθεν έφιππος και είδε τον Κολοκοτρώνη εξηπλωμένον με την κάπαν του εις τον ήλιον εκεί προ του Πανεπιστημίου.
Ο Κολοκοτρώνης, όταν είδε τον Βασιλέα, εσηκώθη· ο δε Όθων του είπε:
― Πώς σας φαίνεται, Στρατηγέ, αυτό το μεγάλο σχολείο που κτίζομεν;
― Να Σου πω, Μεγαλειότατε, μου φαίνεται ότι τούτο εδώ δεν έπρεπε να κτισθή κοντά εις εκείνο (και έδειξε το Παλάτι), διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάη εκείνο.
Ο Πρόεδρος της Αντιβασιλείας Άρμανσπεργ είπεν εις τον Γεροκολοκοτρώνην:
― Έχετε, Στρατηγέ, πολλούς εχθρούς.
― Ναι, τω παρετήρησεν ο Κολοκοτρώνης, είχον και έχω πολλούς· αλλά δύο μόνοι μού ήσαν και είναι οι μεγαλύτεροι και θανασιμώτεροι εξ όλων των εχθρών μου.
― Και ποίοι είναι ούτοι; ηρώτησε μετά θαυμασμού ο Άρμανσπεργ.
― Είναι, απεκρίθη ο Κολοκοτρώνης, ο ένας το όνομά μου και ο άλλος αι εκδουλεύσεις μου.
― Έχετε δίκαιον, Στρατηγέ, ωμολόγησεν ο Άρμανσπεργ.
Κάποτε έγινε υπουργική μεταβολή. Ο Βασιλεύς Όθωνας τονε ρώτησε τη γνώμη του.
― Οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος! είπε.
Ένας ανεψιός του Αλή Φαρμάκη (πριν από το 1821), όταν ήσαν κλεισμένοι εις τον πύργον του θείου του, έλεγε προς τον Κολοκοτρώνη:
― Κρίμας οπού δεν είσαι Τούρκος, μέγας αφέντης θα γίνοσουν.
― Αν γένω Τούρκος θα με σουνετέψουν;
― Βέβαια.
― Εμάς όταν μας βαπτίζουν, μας κόβουν από τα μαλλιά της κεφαλής μας τρίχες και ταις βάζουν εις το εικόνισμα του Χριστού. Αν γίνω Τούρκος, εις τον άλλον κόσμον θα με τραβούν ο Χριστός από τα μαλλιά και ο Μωάμεθ από την ... και δεν θέλω να βάλω εις παρόμοια διαφορά δύο τέτοιους προφητάδες.
Όσαις φορές και αν εγράφθη εις ξένην στρατιωτικήν υπηρεσίαν, δεν εκρέμασε ποτέ φούντα εις το σπαθί του, εξηγών κατά γράμμα τους στίχους του πολεμιστηρίου άσματος του Ρήγα:
Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,
ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί.
Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.
Ομιλώντας διά τον Ναπολέοντα έλεγε:
― Ο Θεός του πολέμου.
Η φιλοσοφία είναι παρατήρησις.
Tο αν εσπάρθη πολλές φορές, αλλά δεν εφύτρωσε.
Είπε μίαν φοράν εις τον Κυβερνήτην:
― Μου χάλασες την Ελλάδα.
― Γιατί; του απεκρίθη εκείνος.
― Γιατί έπρεπε να το κάμης 5 φράγκικο και 15 να το αφήσης τούρκικο, μετά είκοσι χρόνους να το κάμης 10 φράγκικο και να το αφήσης 10 τούρκικο, και πάλιν μετά είκοσι έτη να το κάμης 15 φράγκικο και να το αφήσης 5 τούρκικο, ώστε μετά είκοσι άλλους τόσους χρόνους να γίνη όλο φράγκικο.
Το κλέφτης ήτον καύχημα· έλεγε: είμαι κλέφτης, και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνη κλέφτης· ―Το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία.― Εις του Πατρός μου τον καιρό, ήτον ιερό πράγμα να πειράξουν Έλληνα. Και όταν οι κλέπται ήρχοντο εις συμπλοκή με τους Τούρκους όλοι οι γεωργοί άφιναν το ζευγάρι, και επάγαιναν να βοηθήσουν τους κλέπτας.
Εδώ τελειώνει η ζωή μου η περασμένη, και αρχινά της επαναστάσεως.
Η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να ανοίξη τα μάτια του Κόσμου. Προτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τούς ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν: καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν. Εις τον καιρό μου, το εμπόριο ήτον πολλά μικρό, τα χρήματα ήσαν σπάνια, το τάλληρο το επρόφθασα 3 γρόσια, και όποιος είχε 1000 γρόσια ήτον πράγμα μεγάλο, και έκαμνε κανείς δουλειές, όσες τώρα δεν έκαμνε με χίλια βενέτικα. Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακρυά μίαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του Κόσμου. Η Αμερική μάς φαίνεται ως πώς τους εφαίνετο αυτών η Ζάκυνθος· έλεγαν εις την Φραγκιά.
Έλληνες, τι θέλετε; ελάτε εδώ· και ευθύς έτρεξαν και με ’σήκωσαν εις τον αέρα. Μου λέγουν: ότι θέλομε να σκοτώσωμε τους άρχοντας, διότι μας εδίωξαν τον Υψηλάντη· εγώ τους είπα: ελάτε να σας ειπώ πρώτον και εγώ, έπειτα είμαι συμβοηθός σας να τους σκοτώσετε· τους ετράβηξα τίρο τουφέκι, είς μία βρύσι όλους, και ανέβηκα επάνω εις μία πέτρα για να ακούν όλοι, και τους είπα: διατί θέλομε τον χαϋμό μας μονάχοι μας; ημείς εσηκώσαμε τα άρματα διά τους Τούρκους και έτζι ακουσθήκαμεν εις την Ευρώπη, ότι ’σηκωθήκαμεν οι Έλληνες διά τους Τυράννους, και στέκεται όλη η Ευρώπη να ιδή τι πράγμα είναι τούτο. Οι Τούρκοι όλοι είναι ακόμη απείραγοι εις τα Κάστρα και εις τες χώρες, και ημείς εις τα βουνά, και αν σκοτώσωμεν τους προεστούς θα ειπούν οι Βασιλείς, ότι τούτοι δεν εσηκώθηκαν διά την ελευθερίαν, αλλά διά να σκοτωθούν συνατοί τους, και είναι κακοί ανθρώποι, Καρβονάροι, και τότε ειμπορούν οι Βασιλείς να βοηθήσουν τον Τούρκο και να λάβωμε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον οπού είχαμε· γράφομε και έρχεται οπίσω ο Υψηλάντης και μην επήρε ο νους σας αέρα. Τότε τους ησύχασα.
Εις την πολιορκίαν της Τριπολιτζάς ένας αξιωματικός του τού λέγει φοβισμένος, του έδειχνε και το μέρος, ότι βλέπει στράτευμα αραδιασμένο, τι στράτευμα είναι, ύποπτο, τάχα φιλέλληνες τακτικοί ή Τούρκοι; Τηράει καλά ο στρατηγός, έπειτα λέγει του αξιωματικού:
― Όρνιο, είναι όρνια.
Όταν σαράντα χωροφύλακες με τον Μοίραρχον επήγαν, νύκτα, να τον πάρουν από το περιβόλι του, εις το Ανάπλι, επί Αντιβασιλείας, είπε: έφθανε να μου στείλουν ένα σκυλί μαλλιαρό από εκείνα που κάνουν θελήματα, με ένα γράμμα να πάω εις τ’ Ανάπλι και με ένα φανάρι εις το στόμα του να μας φέγγη και των δυονών μας.