Εις τας ιδέας των ανθρώπων παρουσιάζεται μια αντίφασις αξιοπαρατήρητος. Ενώ θεωρούμεν τα ζώα κατώτερά μας και δεν δύναται ακόμη να χωρέση εις το λογικόν μας η θεωρία περί της μεταξύ ανθρώπου και κτηνών συγγενείας, αφ’ ετέρου δίδομεν πολλάκις περισσοτέραν πίστιν εις το ένστικτον αυτών παρά εις την ιδικήν μας νοημοσύνην. Πόσοι δεν πιστεύουν ότι ο σκύλος προμαντεύει τους θανάτους και τα δυστυχήματα και ότι θρηνεί ημέρας πριν αποθάνη γνώριμός του άνθρωπος;
Και δεν σας φαίνεται περίεργον ότι οι τοιαύτα πιστεύοντες ουδέποτε σκέπτονται ότι ο σκύλος ουρλιάζει ίσως διά τον επικείμενον θάνατον ομοφύλου του; Είναι και τούτο μία εκ των εκδηλώσεων της παιδαριώδους οιήσεως και του εγωισμού του ανθρώπου, όστις νομίζει ότι τα πάντα γύρω του εδημιουργήθησαν διά να τον υπηρετώσιν εφ’ όσον ζη και διά να τον θρηνήσωσιν όταν αποθάνη.
Εγώ το ’ξερα τι μέλι είχε ή μάλλον τώρα άρχιζα να το νιώθω, διότι έως τότε η αγάπη μου ήτο αίσθημα κατά πολλά αυτοαγνοούμενο και μιμητικό. Τώρα όμως άρχιζε να καίει και να διαφωτά μέσα μου μια φωτιά που δε μ’ άφηνε να την αγνοώ.
Μέχρι προ ολίγου η λέξις χειρονομία εις την γλώσσαν μας δεν εσήμαινε τίποτε περισσότερον αφ’ ό,τι λέγει η σύνθεσίς της. Εσήμαινεν απλώς την κίνησιν της χειρός, η οποία συνοδεύει την ομιλίαν ή την κίνησιν των χειρών, η οποία συνοδεύει τας ερωτικάς επιχειρήσεις, όταν αρχίζουν να υπερβαίνουν τα όρια του πλατωνισμού. Ούτε μεταφορικάς σημασίας είχεν, ούτε συνεκδοχικάς, όπως λέγουν οι γραμματικοί. Και όταν ηθέλαμεν να την ειδικεύσωμεν μεταχειριζόμεθα ένα προσδιορισμόν και την χειρονομίαν του αγορεύοντος ελέγαμεν ρητορικήν, την δε του απαγγέλλοντος θεατρικήν.
Αλλ’ από τινος η χειρονομία ήρχισε να παρουσιάζεται εις την γλώσσαν μας με αξιώσεις, αίτινες ευρύνουν σχεδόν εις το άπειρον τον ορίζοντά της. [...]
Αλλ’ επειδή εις την Γαλλίαν η «ζεστ» σημαίνει εκτός της υλικής κινήσεως και διαφόρους ηθικάς κινήσεις, έπρεπε και η Ελληνική χειρονομία να μιμηθή την Γαλλικήν και να ευρύνη την αρμοδιότητά της. Ανάγκη να φορτωθούν εις μίαν λέξιν έννοιαι, διά τας οποίας υπάρχουν άλλαι ειδικώτεραι και ίσως εκφραστικώτεραι και παραστατικώτεραι δεν υπήρχεν ίσως. [...]
Η χειρονομία με τας νέας και αλλοκότους σημασίας της έρχεται να προσθέση νέαν ψηφίδα εις το φραγκάττικον μωσαϊκόν, το οποίον ονομάζομεν Ελληνικήν γλώσσαν και το καμαρώνομεν μάλιστα. Αλλ’ εις τοιαύτην γλώσσαν και τοιούτους νεοέλληνας μου φαίνεται ότι αρμόζει μία άλλη χειρονομία, πολύ συνήθης εις την νεωτέραν Ελλάδα.
Ο Μόχογλους άρχισε ν’ απαγγέλη με τόνο ιερατικής ευχής:
― Τούρτουρος και τουρτουρίνα!
Ο Σιφογιάννης επανέλαβε:
― Τούρτουρος και τουρτουρίνα!
Κι ο Μόχογλους εσυμπλήρωσε:
― Και μεγάλη Τουρκαρίνα!
Αφού επανέλαβε κα τη δεύτερη φράση ο χωρικός, ο Αγάς τού είπε:
― Αγνάντισες εδά, μωρέ, είντα γίνηκε;
Με δειλό νεύμα φανέρωσε ο Σιφογιάννης πως δεν κατάλαβε.
― Θα σου πω εγώ, είπεν ο Μόχογλους. Ετούρκεψά σε.
Όταν ηρώτησα των Έλληνα διερμηνέα περί του ξενοδοχείου όπου κατέλυσα μού είπε:
― Καλό ξενοδοχείο, οικογενειακό.
Τι ενόει με αυτήν την λέξιν δεν εκατάλαβα.
Όταν όμως είδα ότι δεν είχε λουτρόν ούτε τηλέφωνον, ενόησα ότι κάτι περισσότερο ήτο, πατριαρχικόν των πατριαρχικών χρόνων.
― Μωρέ, βάφεσαι;
Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα
όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα.
Διατί αποκαλούμεν δίκαιον τον Θεόν, όστις έκαμε πλουσίους και πτωχούς, μεγαλοφυείς και ηλιθίους, ευειδείς και ασχήμους, υγιείς και καχεκτικούς; Δεν είναι τάχα δικαιότερος ο Δαίμων, όστις είναι μόνον κακός; Διατί ο Κ., ένα ζώον, (τι λέγω; το ζώον χρησιμεύει), να κληρονομήση από τον πατέρα του εκατομμύρια και εγώ να κληρονομήσω από τον δικόν μου μόνον μίαν φρικτήν ημικρανίαν;
Ιατροί, εάν έχετε συνείδησιν, διατί δεν διακηρύττετε εις τον κόσμον ότι πρέπει να προφυλάσσεται από την επιστήμην σας; Ποίος κακός δαίμων εδημιούργησε τας εχίδνας και σας; Υπάρχει σύγκρισις μεταξύ των ψευδοθεραπειών σας και του μαρτυρίου, το οποίον δίδουν εις την ψυχήν αι διαγνώσεις σας;
Εάν δεν υπήρχεν η δυστυχία, η ευτυχία δεν θα ήτο αισθητή και επομένως δεν θα είχεν αξίαν. Δηλαδή εγεννήθην εγώ δυστυχής και είμαι ισοβίως δυστυχής διά να αισθάνεται καλύτερα την ευτυχίαν του ο προνομιούχος. Και αυτό λέγεται δικαιοσύνη της Προνοίας!
Οι σκιές, είπεν, οι σκιές... είναι ασυγκρίτως φοβερότερες από την πραγματικότητα. Εγώ την πραγματικότητα δεν φοβήθηκα ποτέ.
Κατέχετε είντά ’ναι το σκολειό; Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κι εκ’ είν’ ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει.
Είχα δε και συχνά παράπονα εκ μέρους των γονέων. Δεν μαθαίνουν, βρε αδερφέ, πράμα τα κοπέλια. Άδικα χάνουνε τον καιρό τους. Καλύτερά ’τονε να βλέπουνε τα έχνη, να γενούνε βοσκοί. Μα μπορούνε, τζάνε μου, να μάθουνε μοναχά τους τα κοπέλια; Θέλουνε και δασκάλεμα, και συδαύλισμα. Γιάντα τς’ έχουνε τσοι δασκάλους παρά για να τώσε δείχνουνε; Χρειάζεται και λιγάκι ξύλο. Δε λέω να γυρίσομε στο φάλαγγα, μα μια βιτσιά και καμμιά παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει. Μα σαν τ’ αφήσεις ορνικά και αδιαφέντευτα, είντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουν.
Το να διαβάζη ένας λεπταίσθητος άνθρωπος χρονογράφημα είναι ως να εβαρύνθη την κρεωφαγίαν και θέλει μίαν ημέραν να γρασιδοφαγήση ως υποζύγιον.
Διότι μία τοιαύτη εορτή της τρέλλας και της αθυροστομίας [αι Απόκρεω], είναι ανάγκη της ανθρωπίνης ψυχής, ως η εξομολόγησις· είναι δικλείς από την οποίαν εκφεύγει το περίσσευμα της δυσφορίας ημών διά την υπόκρισιν εις ην μας αναγκάζουν αι κοινωνικαί συνθήκαι· είναι μικρά επανάστασις του αφελούς και πρωτογενούς ανθρώπου, τον οποίον δεν εδάμασαν ακόμη εν ημίν, ούτε θα δαμάσουν ίσως ποτέ εντελώς οι νόμοι του λεγομένου πολιτισμού.