Μα γω ρωμαίικα σου μιλώ
και συ μ’ απιλογάσαι
φράγκικα και ρωμαίικα
σαν παπαγάλος να ’σαι.
Μά της μητρός μου την ψυχή!
που δεν σ’ το λέω σε γέλιο,
θα νά ’ρθει ώρα που θα πεις
φράγκικα το Βαγγέλιο.
Όσο βασταίνει η δροσιά, πριν ήλιος ανατείλει,
τόσο βασταίνει κι η χαρά στου δυστυχή τα χείλη.
Οι άνθρωποι οι ποταποί αν τύχει και πλουτίσουν
τους ευγενείς γυρεύουσι να τους καταβροχθίσουν.
Μάλιστα οι μαμούρηδες, ραφτάδες, τζαγκαράδες,
μπακάληδες, μπαρμπέρηδες λέγω και τακουνάδες,
και άλλοι οι ουτιδανοί π’ ολίγο ν’ ανεβούνε
σ’ ένα σκαλί παραμικρό, ογρήγορα μεθούνε.
Και πάσχουν καθημερινώς για να καταπλουτίσουν
με αδικίες και ψευτιές, φλωριά να θησαυρίσουν.
Ο σάλιαγκας όταν βαλθεί να βγει απ’ το καυκί του,
πρώτα βγάνει τα κέρατα, γιαμά την κεφαλή του.
Τούτος εις δολιότητα είν’ έμπειρος κι ακνάτος,
συγχύσεων εφευρετής και πονηριά γεμάτος.
Και παρομοιάζει μ’ άγαλμα έξωθεν χρυσωμένο
και έσωθεν μ’ ακάθαρτα δαιμόνια στιβασμένο.
Ο της Ζακύνθου λαός πάντοτε τυφλωμένος
ήτο και είναι εξ αρχής, και καταγελασμένος.