Νά, νά ’ρχεται η γλυκιά Άνοιξη
λουλουδοστολισμένη,
απάνου σ’ ένα γάιδαρο
αντρίκεια καθισμένη.
Κι οπίσωθέ της τρέχουνε
κοπάδια γκαριστάδες,
όλοι ζουρλοί από το αίσθημα,
όλοι ζεστοί εραστάδες.
Κλοτσούν τετραποδίζοντες
και κλαίνε οχ’ τη χαρά τους,
και ζωντανή στα μάτια τους
θωρείς τη βουρλισιά τους.
[...]
Άνοιξη, γλυκιά μου Άνοιξη,
συντρόφισσσα τω νιώνε,
οίστρε κοινέ αξεχώριστα
σερνικοθηλυκώνε!...
Όντις έπλασε ο Θιός την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του: «Α, τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γε μου, και τσ’ ανθρώπους.»
Κι εκεί που εκράτησε τον Αδάμ στερνόνε,
του ’πε: «Συ να ’σαι, Αδάμ, το ζο του ζώνε.»
Μωρέ οι γυναίκες... δε σου λέω πως όλες,
μα οι περσότερες πάντα, είναι μαριόλες.
Ο σατυριστής είναι ο αντίπους, το αντίθετον του δημοκόπου. Ο δημοκόπος κολακεύει τα πάθη του πλήθους· και κολακεύοντας ζημιώνει. Ο σατυριστής τα καυτηριάζει· και καυτηριάζοντας σώζει.
Εικόνα αγαπητή της γυναικός μου,
τώρα έλα καν εσύ στη συντροφιά μου·
κατοίκα πάντα μέσα στην καρδιά μου
και φύλα με οχ τσι πλάνεσες του κόσμου.
Εσύ για με προστάτης άγγελός μου,
άμεμπτα φύλαε τα πατήματά μου·
και προτού σκοτισθούν τα λογικά μου,
πρόλαβε, τρέξε συ, και λάμψε εμπρός μου.
Ναι, το φως σου ξυπνάει την αρετή μου,
και πιστόνε σ’ εσένα με βασταίνει,
γιατί τόσο σ’ αισθάνομαι δική μου,
τόσο με την ψυχή μου ζυμωμένη,
που δεν ηξέρω πλέον στη διαλογή μου
πώς να σε πω: γυναίκα μου ή ψυχή μου.
Τίποτε φρονιμότερο από το να θέλεις να ζήσεις.
Καμία πουλιό αγκουσεμένη κατάσταση από εκείνη της μεταβάσεως. Υπάρχουνε τότε στην κοινωνία δύο ηθικώς χωρισμένες κοινωνίες· μία χωρίς μέλλον και μία χωρίς παρόν!
Γιατί, όντις έχουνε οι παπάδες χρεία,
τσου κάνει το μεσίτη η Παναγία.
Γιατί αν εκειό το ράσο που φορείτε
δεν σας δικάει να ζείτε με τιμή,
γιατί δεν το πετάτε να γενείτε
πραματευτάδες ή αμαξοδηγοί;
Κλέφτουν κι εκείνοι, ναι, κλέφτουν και γδυούνε,
μα τουλάχιστον δεν ιεροσυλούνε.
Η υπόληψη, που ο κόσμος ολόκληρος ήθελε μας έχει αδίκως, δεν ήθελε αξίζει την υπόληψη που εμείς ήθελ’ έχουμε του εαυτού μας δικαίως.
Πολύ συχνά η υπόληψη φεύγει ομπρός σ’ εκείνους οπού τη γυρεύουνε και ακολουθά εκείνους, οπού δεν την ψηφούνε, επειδή το κυνήγι της υπόληψης υπόκειται σε οπτικές απάτες.
Η παρουσία των γυναικών είν’ εκείνη που επιβάλλει σέβας εις τον όχλο· η παρουσία των γυναικών καταστένει επαισθητό κάθε άπρεπο, και το εμποδίζει ως ασυγχώρητο· η παρουσία των γυναικών εις τους δρόμους επιτυχαίνει περσότερο απ’ όσον ήθελε ’πιτύχει η καλύτερη Νομοθεσία, βοηθημένη από την αξιώτερην Αστυνομίαν.
Ο Νόμος του Θεού δεν θέλει μπορέσει ποτέ να είναι η θρησκεία των παπάδωνέ μας. Εμείς θέλουμε έναν κλήρον, και έναν πολυάριθμον κλήρον, μα χάρισμα! Για να πιτύχομε το χάρισμα εδεχθήκαμε διά παπάδες μας τους ύστερους χαμάληδες, και τους εδώσαμε απολυσιά να ζούνε με το έργον τους...
Η θρησκεία που μας πρέπει δεν είναι η θρησκεία που συμφέρει τους παπάδες μας, αλλ’ η θρησκεία που πρέπει της Θεότητος. Εις το να αναδεχθούμε τη θρησκεία του Θεού δεν πρέπει να συσταλθούμε μήτε την κοινωνίαν. Εμείς είμαστε η κοινωνία, και εις εμάς πρέπει η διεύθυνση της θρησκείας.
Αν ο Χριστός οργίσθηκε τόσο επειδή οι Εβραίοι εμπήκανε στο Ναό να πουλήσουν’ πιτσούνια, πόσο δεν ήθελε οργισθή τώρα να βλέπη τους Χριστιανούς να χτιούνε Ναούς για να πουλούνε θρησκεία!
Κυρίως, σε δύο περίστασες οι χριστιανοί κάνουν επίδειξη Χριστιανικής θρησκείας, 1ον όταν κανείς τούς αδικήσει και θέλουνε να δείξουνε το τρομερόν της αδικίας οπού τους εγίνηκε· 2ον όταν ετοιμάζονται ν’ αδικήσουν κανένανε και έχουνε χρεία να υποκριθούνε χρηστότητα, για ν’ απατήσουνε το υποκείμενο που σχεδιάζουνε ν’ αδικήσουνε.
Στέκω, Πανιερώτατε, και παρατηρώ που οι χριστιανοί σήμερα έχουνε στην πουσνάρα [= σακκούλα] τους τριώ λογιώνε θρησκείες.
Μία που τήνε λένε και δεν τήνε κάνουνε.
Μία που τήνε κάνουνε και δεν τήνε λένε.
Και μία που και τήνε λένε και τήνε κάνουνε.
Η πρώτη είναι η θρησκεία του Χριστού, η δεύτερη του Διαόλου, η τρίτη τση Κοιλιάς.
Οι φαντασίες μπαίνουν εύκολα στα κούφια κρανία· στην είσοδο δεν είναι νους θυρωρός· και μέσα βρίσκουν ευρυχωρία.
Είναι ευκολότερο να καταφρονάει κανείς τα κακά, παρά ναν τα γιατρεύε
Οι παλαιοί μας ενομίζανε, ως φαίνεται, πως ο έρωτας δεν γένεται παρά διά του Ταχυδρομείου! και πως τα γράμματα φέρουνε ίσια-ίσια στον ταχυδρομικόν έρωτα!... Με τούτην την ιδέα οι παλαιοί μας εμποδίζανε με αυστηρότητα εις τες κόρες τους τη σπουδή. [...]
Σήμερα, κατ’ ευτυχίαν, δεν είναι πουλιό έτσι. Οι γονείς αρχίσανε να καταπείθονται ότι και ο Έρωτας ημπορεί να γενεί χωρίς τα γράμματα, και τα γράμματα ημπορούν να σταθούνε χωρίς τον έρωτα.
Ο νους του λογιώτατου έπαθε στην εκπαίδευσή του ό,τι έπαθε και το πόδι το Κινέζικο στο σιδερένιο παπούτσι.
Ο μοναστηρισμός είναι μασονισμός. Ο καλόγηρος είναι μασόνος. Μέσα στον περίβολο του μοναστηριού του, περιβάλλεται και τούτος την μασονική καλογηροσύνη του και γένεται μέλος ένορκο της Μοναστηριακής Εταιρείας. Ενδύνεται καθώς ενδύνονται οι συνεταίροι του· θρέφεται καθώς θρέφοντ’ εκείνοι· διάγει καθώς διάγουν· και πιστεύει όσα και όπως τα πιστεύουν και οι λοιποί συγκαλόγηροί του. Όροι όλοι τούτοι, χωρίς τους οποίους δεν ήθελ’ είναι δεχτός εις τη Μοναστηριακή Λέσχη.
Ω Μασονία, ο μοναστηρισμός έχει και τούτος το μυστικό του. Το μυστικό του καλόγηρου είναι να εξασφαλίσει διά βίου τη συντήρησή του, να ζήσει εν σχετική ανέσει την όλη ζωή του· και, αν τα χαρτιά λένε αλήθεια, να αξιωθεί έπειτα και τον Ουράνιον Παράδεισον.
Συνίσταται δε ο περίεργος τούτος χαρακτήρας [ο λογιότατος] εις το εκούσιο προσπαθισμένο στρέβλωμα της έκφρασης των ιδεών του!
Ο σπάταλος είναι γλύκισμα, από το οποίον καθένας θέλει να γλείψει. Μόνος ο τίμιος νοήμων τον κοιτάζει με ψυχοπόνεση και τον αποφεύγει.
Ο φιλάργυρος ζει ως επί το πλείστον χωρίς οικογένειαν· και τότε δεν στερεί παρά μόνον τον εαυτόν του.
Ο φιλάργυρος είναι ασκητής· και υπομένει κι εκείνος ευχαρίστως γι’ αγάπη του πλούτου, όσα και ο ασκητής γι’ αγάπη της αγιοσύνης.
Ο φιλάργυρος είναι εραστής αφιλόκερδος του πλούτου, αγαπώντας τον πλούτον χωρίς καμίαν του ιδιοτέλειαν, και αρκούμενος εις την μόνην ψιλήν ιδιοχτησίαν του ερωμένου του πλούτου.
Η αγάπη του έθνους έχει την αρχή της εις την αγάπη του ατόμου.
Εκείνος οπού θυσιάζει την επίλοιπην ανθρωπότητα εις το Έθνος του, είναι εγωιστής και δειλός τόσο όσον εκείνος οπού θυσιάζει το Έθνος του εις το άτομόν του.
Σύρτε, στίχοι μου, σύρτε τυπωθείτε.
Δεν είν’ πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες.
Βουβοί, σβημένοι, πάν’ οι υποκριτάδες,
κι εσείς μπορείτε τώρα να φανείτε.
Λεύθεροι στίχοι, ελεύθερα μιλείτε.
Στηλιτέψετε ολούθε τσι ασχημάδες
παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες·
εμπαίξετέ τες όπου τες ιδείτε.
Στην Αίγυφτό σας ώς κι εσείς κρυμμένοι,
Άγγελος και σ’ εσάς φέρνει την είδηση:
«Ελάτε», σας φωνάζει, «είν’ πεθαμένοι
οι ζητούντες να πνίξουν τη συνείδηση».
Σύρτε, στίχοι μου, εβγάτε παρρησία,
και φωνάξετε: Ζήτω Ελευθερία!
Σεπτή μου Υποκρισία, Δέσποινά μου,
με συντριβή μου σου φιλώ το χέρι,
και σου προσφέρω τα σεβάσματά μου.
Ποι’ άλλη αρετή καλύτερά σου ξέρει
να κερδίζει τς ανθρώπους εδώ χάμου;
Ο κόσμος σε λατρεύει, σε γεραίρει,
κι εγώ κλίνω σ’ εσέ τα γόνατά μου
και σε γυρεύω για οδηγό μου αστέρι.
Φτιάσε μου σοβαρό το πρόσωπό μου,
δώσ’ μου ύφος πειστικό και όψη οσία,
για να μπορώ κι εγώ σε ποίμνιό μου
να εξασκώ την τόση σου μαγεία.
Κι έτσι να ’ν’ και για μέ τον φτωχόν γέροντα,
του κόσμου τα καλά και τα συμφέροντα.
Μα η εποχή μας είναι όλη πολιτική· και προτιμούμε να βρεθούμε για κάμποσες ημέρες ανάμεσα σε κάμποσους γλιδήδες αντιπροσώπους (=βουλευτές), παρά να δουλέψομε για να δώσομε του πνεύματός μας αναλογίες μεγάλες, σ’ εκείνον τον κλάδον οπού είν’ ο δικός μας, και που ήθε’ κάμει αθάνατην την ενθύμησή μας.
Η πολιτική των μεγάλων πολιτικών του Κόσμου, είναι ακόμη στην αγρίαν κατάστασή της· επειδή συνίσταται εις το πώς, ζημιώνοντες τα άλλα έθνη, να ωφελούν το εδικό τους. Σώα πολιτική μια ’μέρα θε να είναι, το να ζητή κάθε έθνος το συμφέρον του εις το κοινό παγκόσμιο συμφέρον.
Ad una villania, potete non rispondere con un’altra villania. Ma ad una gentilezza, dovete rispondere con un’altra gentilezza.
Σε μια σκαιότητα μπορείτε να μην απαντήσετε με άλλη σκαιότητα. Αλλά σε μια ευγένεια, οφείλετε ν’ απαντήσετε με άλλη ευγένεια (μετ. Αλέκου Γ. Παπαγεωργίου).
Οι ποιηταί στην Ελλάδα, είναι ’σαν τους Κόντηδες εις τη Ζάκυνθο, όπου δεν είναι άνθρωπος που να μην είναι κόντες. Αλίμονο! Ένα έθνος ποιητάδες, είναι ένας κάμπος τσιντσίκους.
Il Cristianesimo presso di noi è posto fra gli oggeti di lusso. Non ce ne serviamo che per ostentazione, e per farne parata; ma non per l’uso giornaliero nelle nostre relazioni con gli uomini; il chè sarebbe considerato prodigalità e scialacquo.
Ο Χριστιανισμός σε μας τοποθετείται ανάμεσα στα πράγματα πολυτελείας. Δεν τον χρησιμοποιούμε παρά για κομπασμό και για να κάνουμε επίδειξη· όχι όμως για την καθημερινή χρήση στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους· πράγμα που θα εθεωρείτο σπατάλη και ασωτία (μετ. Αλέκου Γ. Παπαγεωργίου).
Οι λογιώτατοι, υπεραγαπώντες τη γλώσσα, ομοιάζουνε τους φιλάργυρους, υπεραγαπώντας τον πλούτον. Και οι δύο τούτοι κάνουνε σκοπό τους, εκείνα που δεν έπρεπε να είναι παρά μέσα τους. Και οι δύο τούτοι απατώνται· και, στην απάτη τους, ζημιώνουνε τον εαυτό τους και τον πλησίον τους.
Φιλελεύθερος είναι βέβαια εκείνος που αυθορμήτως ζητεί να δώσει ελευθερίες. Εκείνος οπού ζητεί να λάβει ελευθερίες, ημπορεί να είναι, αλλά μπορεί και να μην είναι φιλελεύθερος.
Δεν είναι πράμα πουλιό δύσκολο από μία καλή μετάφραση. Δεν είναι πράμα πουλιό εύκολο από μίαν κακή μετάφραση.
Η αλήθεια μέσα στο στήθος εκείνου που δεν τολμάει ναν την ειπεί είναι σαν τα χρήματα μέσα στο σεντούκι εκείνου που δεν τολμάει ναν τα ξοδεύει. Αλήθεια και χρήματα, δεν ωφελούν παρά όταν διαδίδονται, εξοδεύονται.
Εκείνος οπού δεν θυσιάζει την υπόληψή του στη συνείδησή του, δεν ημπορεί να ’πωθεί τίμιος άνθρωπος. Η υπόληψη όταν είναι προσπαθισμένη, είναι αξιοκαταφρόνητη. Η υπόληψη πρέπει να έρχεται μόνη της και αγύρευτη· και πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της αξίας· όχι ο σκοπός του ανθρώπου.
Αλήθεια εις τη συνείδηση, αλλ’ όχι ακόμη στα χείλη· είναι θεμέλιο απάνω στο οποίο δεν εγίνανε ακόμη πύργοι.
Οι λογιότατοι δίνουν ιδέες κοινές, ενδυμένες με λόγια σοφά. Αν εξεναντίας εδίνανε ιδέες σοφές με λόγια κοινά, ήθελε ωφελούν τόσο, όσο τώρα αδικούνε το Έθνος.
Ο πλούτος αναβιβάζει τον νεόπλουτον αγοραίον· αλλά η φτώχεψη δεν καταβιβάζει τον διακεκριμένον άνθρωπον.
Ο συκοφάντης είναι ποιητής· επειδή ποιεί κι εκείνος και πλάθει με τη φαντασία του την ύλη και την πλοκή της συκοφαντίας του.
Δεν είναι αμφιβολία. Ο Θεός έκαμε όλα τα καλά· ο Διάολος έκαμε όλα τα κακά. Ο Θεός έκαμε τις ευκολίες· ο Διάολος έκαμε τες δυσκολίες. Ο Θεός έκαμε τα φαγητά· ο Διάολος έκαμε τες νηστείες. Ο Θεός έδειξε τον γάμον· ο Διάολος έβαλε τα ’μπόδια στον γάμον. Ο Θεός έδωσε το Ορθό Λογικό· ο Διάολος έμπηξε τες πρόληψες. Ο Θεός είπε, «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε»· ο Διάολος είπε, «γενόσθενε καλόγηροι και κλειόσθενε». Ο Θεός έκαμε την Παράδεισο· ο Διάολος έκαμε την Κόλαση. Ο Θεός έκαμε την Εκκλησία· ο Διάολος έκαμε τους Παπάδες.
Με το όνομα Μυθολογία εννοούμε τη Θεολογία των προγόνων μας. Με το όνομα Θεολογία, οι απόγονοί μας θέλει εννοούν τη Μυθολογία την εδική μας.
Δεν είναι πράμα που να κάνει περσσότερην αηδίαν από τον έπαινον οπού γένεται από ανθρώπους οπού δεν ηξέρουν να επαινέσουν. Ο επιδέξιος επαινεστής επαινεί, χωρίς να δείχνει ότι θέλει να επαινέσει.
Η φωνή του λαού δεν είναι πάντα φωνή Κυρίου. Και πολύ συχνά, η Δημόσια Γνώμη δεν διαφέρει από τες άλλες Δημόσιες.
Γλώσσα φτιασμένη απάνου σε προϋπάρχουσαν γραμματική, είναι γλώσσα συμφωνητική. Μπορεί να χρησιμεύσει σ’ εκείνους οπού εσυμφωνήσανε και την εφτιάσανε, και σ’ εκείνους τους άλλους οπού εκάμαν τον κόπο και την εμάθανε· αλλά δεν θέλει είναι ποτέ γλώσσα Έθνους.
Για σε αξίζεις ό,τι ξέρεις. Για με αξίζεις ό,τι δείχνεις.
Όποιος με πάρα-χαιρετά
και με πάρα-χαϊδεύει,
κάτι από μένα, βέβαια,
να καρπιστεί γυρεύει.
Όποιος σε φθονάει, σε τιμάει· επειδή θα πει ότι σ’ εχτιμάει.
Η απάτη είναι σύμφωνη με τον εαυτό της, όταν απατά τον απατεώνα.
Συνήθως, ο ρήτορας δουλεύει διά τον εαυτόν του. Ο συγγραφεύς δουλεύει διά τους άλλους.
Σημάδι ακαμασιάς το κομπολόι.
Η συμπεριφορά του είναι σοβαρή, αυστηρή, υποψιαστική. Σπανίως αστειεύεται· σπανίως χορεύει. Το γέλιο του είναι γέλιο σοβαρού ανθρώπου, και πηγάζει πάντοτε από σκέψη· ποτέ από καρδιά.