Σ’ όλο τ’ άπειρο, μ’ άγρια βασιλεύει
Μέδουσας κεφαλή, πάνοπλη Μοίρα.
Στης πίκρας την πεντάμαυρη πλημμύρα
μόνη η ομορφιά για λίγο αντιπαλεύει.
Ποτάμι τρέχει η Αγάπη και όσο τρέχει
πληθαίνει και στ’ ολόγλυκό της ρέμα
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.
Μα μπροστά της, χωρίς να το παντέχει,
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
απλώνεται γεμάτη δάκρυα κι αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.
Ο κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
κεντισμένο με ρόδα και με βάγια,
με ήλιους και μ’ άστρα, που το απλών’ η ΜΑΥΑ
απάνου στης αλήθειας το σκοτάδι.
Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που ώς τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.
Την Εμορφιά την κλασική σπουδάζω,
όταν γλυκά τη Μίννα μου αγκαλιάζω,
όταν η Μίννα ένα φιλί μού δώσει.
Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει·
πώς εις το φως σου λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι.
Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι εσύ, καλή πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί
θε να σ’ ευρεί πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.
Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα να ’θελε να σε νεκροστολίσει.
[...]
ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές της ψυχής σου αδερφάδες.
Μάγο, ανέσπερο φέγγος του θανάτου,
εσύ, ναι, με γλυκειά παρηγορία
πραΰνεις καθενός τα βάσανά του.
Μέσ’ απ’ την αλαβάστρινην υδρία
ό,τι κι αν τάζεις δίνεις· αφανίζεις
την πεθυμιά, τους ύπνους αιωνίζεις.
«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες·
να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες.
Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει,
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου,
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήσει
ο ήλιος, και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ’ναι.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν.
Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα
αντίς να πάμε ομπρός, πάμε πισόκωλα.
επί τύμβω
Ψυχαρούδες [= πεταλούδες] πετούν,
μια την άλλη ζητούν
μες στ’ αγκάθια κι απάνου στους κρίνους·
έτσ’ οι ρίμες περνούν,
έτσ’ οι ρίμες γυρνούν
μες στους έρωτες, μέσα στους θρήνους.
Το νερό ροβολά
απ’ το βράχο ψηλά
και αναδίνει γλυκύτατον ήχο·
και το δάκρυ γεννά,
και ας κυλάει σιγανά,
εις του τάφου στην πλάκα το στίχο.
Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα
και μη σκιαχτείς το δάγκαμα του αστρίτα·
την αλήθεια ακατάπαυτα αναζήτα
και ιδές αν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.
Μία μία τες σαγιτιές του πόνου μέτρα
και άγρυπνος τες πληγές που ανοίγουν κοίτα·
μηνύτρα φτάνει η κάθε μια σαγίτα
απ’ της άσπλαχνης Μοίρας τη φαρέτρα.
Και α βρεις που ο πόνος είναι η μόνη αλήθεια,
τότες απ’ τ’ αντρειωμένα σου τα στήθια
γδύσου την ταπεινότη της ορφάνιας·
στης Ομορφιάς, στης Δύναμης τη γλύκα,
με αλαλητό χαράς και περηφάνειας
γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα.