Οι [μικρές] πολιτείες σπάνια πεθαίνουν από βίαιο θάνατο· συνήθως πεθαίνουν από μαρασμό.
Ας αρχίσουμε από μια κοινοτοπία ―έχουν και οι «κοινοί τόποι» τη χρησιμότητά τους, προπαντός σαν αφετηρίες.
Κάθε άνθρωπο τον θυμούμαστε σε μια ορισμένη ηλικία, σ’ αυτή που τον αντιπροσωπεύει. Μπορώ να πω και σε μια ορισμένη στάση. Πάντα γέρο και σκυφτό βλέπουμε τον Παπαδιαμάντη, νέο και στητό τον Σικελιανό.
Η λαϊκή ζωγραφική και γλυπτική δεν μπορούν σήμερα να αποτελέσουν πρότυπα για την τέχνη των σπουδαγμένων καλλιτεχνών. Η αφέλεια και ο πρωτογονισμός μοιάζουν σαν την αγνότητα των κοριτσιών. Δεν μπορείς να τα ξαναβρείς αν μια φορά τα έχασες. [...] Το να βγάζουμε σήμερα από τη ναφθαλίνη ατόφια στοιχεία της τέχνης που την αγνοούσαμε ενάμιση αιώνα, είναι κι αυτό μια μορφή Ακαδημαϊσμού.
Θαρρώ πως καιρός είναι να τιμήσουμε και ένα λυσσαλέο μισέλληνα, τον Γερμανό ιστορικό Ιάκωβο Φίλιππο Φαλμεράιερ.
Γοητευμένοι από την κρατική στοργή είναι οι Έλληνες που πολεμούν με αυτοθυσία σε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους μας; Καλή και άγια η «πολεμική αρετή των Ελλήνων», μα το ίδιο καλή και άγια και η «ειρηνική αρετή» των.
Μπροστά στα μνημεία της αρχαιότητας ποτέ δεν αισθάνεσαι την απουσία των ανθρώπων που τα δημιούργησαν και τα χρησιμοποίησαν. [...] Όμως κοντά στα μεταγενέστερα ταπεινά χτίσματα το πρώτο που νιώθεις είναι ένα αίσθημα απουσίας. Τα λιθόχτιστα σπίτια, οι μισογκρεμισμένες γέφυρες, οι στερεμένες βρύσες και τα χορταριασμένα εκκλησάκια αναδίνουν ακόμα τη ζεστασιά της ανθρώπινης αναπνοής.
Ο άνθρωπος πλησιάζει την [υπαίθρια] βρύση μ’ ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης. Αισθάνεται τη δωρεά αυτού του πολύτιμου για τη ζωή στοιχείου, που είναι το νερό, και μάλιστα στην πιο ωραία του μορφή: τρεχούμενο, καθάριο, δροσερό. [...] Μάνα λένε σε πολλά μέρη τη μεγάλη πηγή. [...] Στις πολιτείες το νερό μοιράζεται σαν το ηλεκτρικό ή το φωταέριο. Ουσιαστικά δεν το βλέπεις παρά μόνο με το σχήμα του δοχείου που το κρατεί.
Από τότες που μπήκανε οι μηχανές στη δούλεψη του ανθρώπου (ή ο άνθρωπος στη δούλεψη της μηχανής) έπαψαν και οι απλές δουλειές να είναι μεράκι κι έγιναν ζόρι που μετριέται με το δευτερόλεπτο. Όταν κοιτάς πώς δουλεύουν οι τεχνίτες που τους ξέχασε η πρόοδος σε καμιά απόμερη γωνιά, θαρρείς πως γίνεται λειτουργία σ’ εκκλησιά. Ένα αυστηρό τυπικό κανονίζει τα πάντα.
Μεταναστεύουν από την Ελλάδα οι νέοι άνθρωποι και οι παλιές εικόνες.
«Μικρό Παρίσι» ονομάζουν οι περιηγητές του 18ου αιώνα την Τσαριτσάνη. Μπορεί τότε έτσι να ήτανε τα πράγματα. Από τότε, όμως, κάτι άλλαξε. Ή το Παρίσι καλυτέρεψε ή χειροτέρεψε η Τσαριτσάνη.
Το χιόνι, η βροχή, ο ήλιος κι ο αέρας καταστρέφουν αρχοντικά, εκκλησίες και βρύσες. Φιλότιμος συναγωνιστής τους ο άνθρωπος ολοκληρώνει το έργο τους. [...] Έρχονται και οι θεομηνίες που επιταχύνουν το ρυθμό της καταστροφής ―κατοχή, σεισμοί, πυρκαγιές. Καθετί που θυμίζει το πρόσφατο παρελθόν μας βρίσκεται σε κατάσταση που να μας ντροπιάζει. Είναι τόσο χτυπητή η αδιαφορία που μοιάζει σαν εχθρότητα. Θυμίζουμε τους νεόπλουτους που ντρέπονται για τα γονικά τους.
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την εισαγωγή νέων στοιχείων στη σύγχρονη χειροτεχνία. Άλλωστε αυτό γίνονταν πάντοτε. Εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι να μη γίνει αφελληνισμός της χειροτεχνίας μας.