Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου, ή άλλος τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ’ αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού και τ’ όνομά του με καλόν τρόπον, όχι με βρισές, διά να χρησιμεύουν αυτά όλα εις τους μεταγενεστέρους και να μάθουν να θυσιάζουν διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους περισσότερη αρετή.
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
O Ήλιος εβασίλεψε,
Έλληνά μου, βασίλεψε
και το Φεγγάρι εχάθη.
Πήρε την επιρροή των ανθρώπων ο Κυβερνήτης. Ήταν μπεζερισμένοι όλοι από την ακαταστασίαν. Δυο χρόνια κοντά μάς κυβέρνησε αγγελικά. Και μας γύμναζε και την οικονομίαν. Ότι κι’ ο Κυβερνήτης μας μίαν κόττα έτρωγε τέσσερες ημέρες.
Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων· τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τούς θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσσοι Ρούσσους κι’ ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς – κι’ όποιος τους φάγη από τους τέσσερους.
Τέτοιοι είστε εσείς, τέτοιοι είναι κ’ οι οπαδοί σας. Φανήκετε όλοι τι αξίζετε και τι κάμετε εις την πατρίδα αρχή και τέλος. Σας θεωρούσαν οι μέσα και οι έξω πως κάτι ήσασταν· κ’ είστε ό,τι είστε. Ήσασταν ό,τι θεωρούσαν οι Ευρωπαίοι τον Σουλτάνο και δεν τολμούσαν να του αφαιρέσουν τον τίτλο του «Γκρανσινιόρη». Όσο έλεπαν το τζαμί εις την Βγιέννα σκιάζονταν κ’ έτρεμαν να μην πάγη και παραμέσα και φκειάση κι’ άλλα τζαμιά. Κι’ από αυτόν τον φόβον κάποτε του πλέρωναν και φόρον. Κι’ όταν βήκαν μια χούφτα άνθρωποι και τους απόδειξαν ότι δεν έχει πλέον ο Γκρανσινιόρης μαστόρους να χτίση τζαμιά, ότι θα πέσουν κι’ αυτά οπού έχει, από τότε τον λένε «ο Τούρκος». Και δι’ αυτό οι ευεργέτες μας βάνουν τα φώτα τους να μας προκόψουν. Όμως και χωρίς κανένας από αυτούς να μας πειράξη μ’ έργα, ας είστε καλά εσείς οπού δεν αφήσετε κανένα κουσούρι και μας καταντήσετε τέτοιους οπού ειμαστε.