Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέβρη
και τις φεγγαροσκέπαστες του Γεναριού ομορφιές
μήτε στις τρέλες τ’ Απριλιού κανένας θα τις εύρη,
μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές...
Βαριές, πλατιές οι στάλες
πέφτουν οι μεγάλες
της βροχής
κι αριές·
κλάμα βουβό και πώς αχείς!
πώς αντηχείς
μες στις θλιμμένες τις καρδιές!
αντάμα με σπασμένες δοξαριές·
κακιές που ’ν’ οι παλιές πληγές,
και της φτωχής
απαντοχής
οι απελπισιές!...
Πόσοι ναοί μισοστημένοι!
Κι ακόμη πόσων, που ο ρυθμός
σε σκόρπια μάρμαρα απομένει
χάρμα μαζί και σπαραγμός!
Όλα από μετάξι κι όλα από φλουρί,
κι όλα φαρφουρένια,
κι όλα σεντεφένια, μοναχά βαρύ
σύγνεφον η έννοια.
Και τα τραγούδια, αέρηδες δροσιάς μαζί και λαύρας,
―ο δόλιος ο σεβντάς!―
πότε τις φλόγες έφερναν και πότε μιας ανάβρας
το ράντισμα στα φύλλα της καρδιάς.
Ώσπου να πάρει κι η θωριά τον πόνο για καθρέφτη,
πόσες φορές ξεγέλασε και πόσες ελαθεύτη!
―Βαθαίν’ η πέτρα απ’ το νερό σταλιά σταλιά οπού πέφτει...
Με χάρη και στραβά στ’ αυτί το κρεμεζί παπάζι,
στητή, χαμηλογλέφαρη, περπατησιά όλο νάζι―
Το ρόδι πέφτει απ’ τη ροδιά καθώς μιλάς και σπάζει...
Όλα τα ίδια πάντα εκεί και πάντα ο ίδιος πόνος,
και να τα ντύνει όλα ιερά με τα χορτάρια ο χρόνος,
και να περνώ κάθε φορά και να ’μαι πάντα μόνος!
Πύργοι χαρτένιοι τα όνειρα, σκόρπια κι οι πόθοι κάστρα,
τάφος και το πολύβοο κι άγριο της χώρας κύμα,
κι εδώ μες στην αστροφεγγιά και τη γαλάρια πάστρα,
μαρνέροι εσείς, καλές καρδιές, οπού αρμενάτε πρίμα...
Παίζει απόψε το φεγγάρι
μέσα στην κληματαριά,
που ’ναι να το πιεις, αλήθεια,
στο ποτήρι,
κι όχι τόσο γιατί παίζει
στην κληματαριά,
όσο γιατί φέγγει δίπλα
σ’ ένα παραθύρι...
Απάνω από τ’ ανθρώπινα και απ’ τη λαχτάρα της ζωής,
το ρόδο ανθεί, το σύγνεφο λάμπει χρυσό στη δύση,
και θλιβερότερα από σε, που πεταλούδα θα καείς,
το χρώμα εκείνο θα σβηστεί και τ’ άνθος θα μαδήσει...