Του κάκου τα στολίδια της η γη δεν έχει δώσει·
μη τα πατήσεις, και θα ιδείς
με πόσα ρόδα ο ποιητής
κρεβάτι θα σου στρώσει.
Μόνος αυτός, ανοίγοντας τα πυρωμένα χείλη,
ξυπνάει τους ήχους, κι ημπορεί
σε μακρυσμένην εποχή
φήμη θνητού να στείλει.
Χίλια σοφά συστήματα παλεύουν μ’ άλλα τόσα,
και από του κάμπου τη βοή
μάς πάει σ’ ατάραχη κορφή
της αρμονίας η γλώσσα.
Συχνά, σαν ήλιος φαίνεται, σκορπούν τα πρώτα ως χιόνια·
μόν’ η θεόπλαστη λαλιά
τ’ ανθρώπου ανάβει την καρδιά
τώρα χιλιάδες χρόνια.
Νά! ―σε στεριές και θάλασσες φωνή αντηχάει τριγύρου,
μέσ’ από αγνώριστους καιρούς·
Πόσο μαγεύει! ―την ακούς;
Είναι η φωνή του Ομήρου.
Νους, που ποτέ δεν εύρηκε σε τέτοιον ήχο κάτι,
διψώντας άκοπα για φως,
μένει στη νύχτα του, καθώς
του θείου Τυφλού το μάτι.
Λες και δε σ’ έχει ο Θάνατος, χρυσέ μου φίλε, αρπάξει.
Εδώ το φως ευτύχησε πιστά να σε χαράξει·
και τ’ άλλο ―φως ακοίμητο, που νους μεγάλος χύνει―
δική σου εικόνα ολόλαμπρη σ’ ό,τι έχεις γράψει αφήνει.
Ξημερώνει. Αυγή ροδάτη
με το πρώτο της πουλί
λες και κράζει τον εργάτη
στη φιλόπονη ζωή.
Σηκωθείτε, η γη χαρίζει
μόνον άφθονο καρπό,
αν ο κόπος την ποτίζει
μ’ έναν ίδρωτα συχνό.
Σαν εσάς, αδέλφια, ιδρώνει
και ο σοφός, που με το νου
κάμπους άμετρους οργώνει,
για θροφή του λογισμού.
Δίχως άνεση και σχόλη
πάντα, ως άξιος δουλευτής,
το ανθηρό του περιβόλι
σκάφτει, σπέρνει ο Ποιητής.
Μάνα! ―Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να ’χει στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;
Στη φύση ομπρός καλέστηκε
με τιμωρίας φοβέρα,
σαν ένας μέγας ένοχος,
η χτεσινή σου μέρα.
Εκεί καταμαρτύρησαν
καθρέφτηδες και χτένια
πως έκαμε ασημένια
μία τρίχα σου χρυσή.
Βγάλτε το σκίνο σύρριζα, ρίχτε τους βάτους πέρα,
βαθιά, βαθιά τες δίκοπες· είναι κι η γη ως μητέρα,
π’ όσο βαθύτερες πληγές ένα παιδί τής κάνει,
τόσο η καρδιά της άφθονους καρπούς αγάπης βγάνει.
Είδες ποτέ, με απόκρυφη
της φαντασίας λαμπάδα,
μία γη, στα πλούσια κάλλη της,
καμάρι του Θεού;
Πατώντας την Ελλάδα
θα ευρέθηκες αυτού.
Και μες στο ξυλοκρέβατο να καυχηθεί προσμένω.
Θα λέει: Ποιος είδε λείψανο να είν’ έτσι κορδωμένο;
Βουβή μηνύτρα συφοράς είναι του κάκου η Φήμη,
όσες φορές τα λόγια του σου αντιλαλούν στη μνήμη:
[...]
«Εδώ, βαθιά στο στήθος μου, που τώρα, ενώ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κι Έρωτας κάθε του χτύπο αγιάζει».
Κι όσο αυτού μέσα δε θ’ ακούν παρ’ άλυσες και θρήνους
αχ! της πατρίδας ο σταυρός θα ’ναι σταυρός για εκείνους!
Είπα: «Ο θνητός ανίκητος, αν είναι η δύναμή του
μέσα στο κάστρο της ψυχής, που δε χωρούν οι εχθροί του».
Πλην κάθε φόβου δισταγμό ξάφνου ο θυμός νικάει.
Τ’ αυτιά του κόσμου αν γελαστούν, η μύτη δε γελιέται.
Στη συφορά που σ’ εύρηκε, στον πόνο της ψυχής σου,
πετούμενο του Παρνασσού, τ’ άλλα πουλιά μιμήσου·
αγκαλά πέφτει και σ’ εμάς πικρό θανάτου βόλι,
κιλαηδισμός ατέλειωτος είναι η ζωή μας όλη.
Πίστεψέ το· αλήθεια, φως μου,
καθώς έγραψαν πολλοί,
για τες όμορφες του κόσμου
ήρθαν άγγελοι στη γη.
Μ’ αγάπη αυτός ανάσταινε,
βαθιά με φόβο κλειούσε
τα φλογερά πετούμενα
που ο νους γεννοβολούσε.
Ανίσως τώρα ορφάνεψαν,
θνητή δεν έχουν φύση·
αχ! έπρεπε να ζήσει
κι αυτός παντοτινά!
Και ζει. Με πλούσια χρώματα
η θεία ψυχή μάς μένει
στο στίχο τον αθάνατο
πιστά ζωγραφισμένη·
εκεί το πνεύμα δείχνεται
με αναλαμπή μεγάλη·
φέγγουν εκεί τα κάλλη
οπού ’χε στη θωριά.