Ο τζόγος δεν είναι τίποτες· μάλιστα εις αυτόν φαίνεται ο άνθρωπος που έχει καρδία.
Ένας που το αίμα του κατάγεται καθαρό από λαμπρότατη πηγή έχει πλέον ευκολοκέντητες τες αίσθησές του, και δεν παίρνει τα πράματα σαν το λαό.
Πολλές φορές είναι κανείς στενοχωρημένος να προστρέχη εις τα μέσα που λιγώτερο του αρέσουν διά να λάβη το ποθούμενο.
Ας εκάναμε λιγώτερα κακά και ας είχαμε και λιγώτερη έγνοια διά το καντήλι.
Είναι φυσικό στον άνθρωπο να κατακρένη ό,τι δεν κάνει.
Δεν φθάνει πάντα η ηλικία να καταστένη τους ανθρώπους αρκετούς να διακρένουν αλάθευτα, όσον δύνεται ο άνθρωπος, το καλό και το κακό, και εις τες γυναίκες μάλιστα ―κατά δυστυχία κλεισμένες τον περισσότερον καιρόν εις το σπίτι, και οπού δεν μεταχειρίζουνται παρά μικρές υπόθεσες, η ηλικία δεν αυξάνει πράξιν εις τα πράγματα του κόσμου― κ’ είναι καλό ν’ ακούνε τους άνδρες, αν και να τους εκρατούσαν ένα καιρόν εις την αγκαλιά τους τυλιγμένους στα σπάργανα.
Ό,τι μέλλει του ανθρώπου να περάση δεν μπορεί να το αποφύγη, μήτε αν εξαναγεννιότουνα.
Αλλά οι καλύτεροι στοχασμοί δεν παρρησιάζονται πάντα εις την χρεία. Μας έρχεται έπειτα εις τον νουν πώς έπρεπε να μιλήσωμεν ή να πράξωμεν εις την τάδε περίστασιν, αλλ’ όταν πλέον δεν μας αξίζει.
Μία καλά αναθρεμμένη ψυχή ημπορεί να σταθή ασάλευτη εις χίλιες προσβολές της τύχης ή της κακίας των ανθρώπων, αλλά καμμία φορά μία δυνατή προσβολή την ζαλίζει και είναι αρκετή μόνη να την βγάλη από εκείνην την αταραξία, που με πολύ κόπο και σπουδή επροσπάθησε να αποκτήση.
Βέβαια η ζωή του ανθρώπου είναι γεμάτη καλά και κακά, και ευτυχής νομίζεται εκείνος, εις τον οποίον είναι συγκερασμένη εις κάποιον τρόπον και τα κακά δεν υπερβαίνουν πολύ το μέτρον.
Οι καλοί τρόποι δεν καταπείθουν κανέναν, ευθύς που μεταχειρισθής την καλωσύνη, σου λέγουν πως φοβάσαι.
Οι μεγάλες εκδίκησες έχουν χρεία να δουλεύωνται από τέτοιους ανθρώπους, που να μην παρακριβολογούν και παραξετάζουν με την συνείδησίν τους τες πράξες τους, ή διά να πω καλύτερα, ανθρώπους χωρίς συνείδησιν. Έτσι κ’ η Δικαιοσύνη έχει χρεία από τον Μπόγια (= δήμιος). Δεν μπορούν βέβαια οι ίδιοι οι κριτάδες να φουρκίζουν τους κατάδικους. Και ένας άρχοντας, που πρέπει να εκδικηθή από τον εχθρό του, πώς είχε να κάμη αν δεν εύρισκε τέτοιους ανθρώπους; Και αν ήτον γνωρισμένοι από τον λαόν, και αν δεν τους εφοβούντο, βέβαια ήθελε είναι και αυτοί εις την καταισχύνη του Μπόγια.
«Οπού δουλεύει βασιλιά, έχει τιμή και ρώγα».
Ο άνθρωπος που ποθεί ένα πράγμα ονειρεύεται πως το απολαμβάνει.
Πόσοι, πόσοι δεν είναι, που όχι μοναχά μεγαλώνουν κάθε κακό που μάθουν διά τους άλλους, και το αλλάχνουν διά να το κάμουν καθώς τους βολεί, αμμή πλάθουν και χίλια ψέματα διά να εντροπιάσουν τα ξένα σπίτια και τα ξένα θηλυκά. Διατί όσοι δίνουν περισσότερες αφορμές να τους μελετούν, εκείνοι είναι πρώτοι, που αρπάζουν κάθε περίστασι διά να κακογλωσσίσουν, διατί τους φαίνεται με την εντροπή των άλλων να σκεπάσουν την δική τους.
«Καλά ειν’ τα χίλια πέρπερα κ’ η κακοειδή γυναίκα ― τα χίλια πέρπερα πετούν, κ’ η κακοειδή απομένει».
Ποίος αποκρένεται των γαϊδουριών, όταν γκαρίζουν, παρά μόνον τ’ άλλα γαϊδούρια;
Εμέ μου φαίνουνται μάλιστα πολύ επαινετές εκείνες οι μαννάδες, που η πρώτη τους έγνοια είναι να οικονομήσουν τες θυγατέρες τους, καθώς πρέπει να είναι μία από τες πρώτες φροντίδες και του πατρός και των αδελφών.
Οι γυναίκες δεν έχουν μερτικό. Το προικιό, που λαβαίνουν, είναι διά συγκατάβασι, διά ψυχικό. Αυτές δεν πιάνουν τόπον εις τα δένδρα της γενεαλογίας. Λοιπόν εις τες φαμελιές, που κατά δυστυχία ήθελε γεννηθούν πολλά θηλυκά, ήθελες να καταντήση εις το ουδέν το είναι της φαμελιάς βγάνοντας από γενεά εις γενεά τα προικιά; Έτσι η σοφία σου το βρίσκει εύλογο; Δεν πρέπει διά να ευχαριστήσουμε την επιθυμία μίας γυναικός, που διά λίγο φαίνεται εις τον κόσμο, έπειτα περνά και χάνεται, να βλάψουμε την περιουσία της φαμελιάς, που αυτή σώζεται διά πάντα και ακούεται.
Οι φαμελιές οι καλά θεμελιωμένες μένουν σχεδόν αιώνιες, αλλ’ οι άνθρωποι που τες παρασταίνουν, έρχουνται και διώχνουν άλλους και φεύγουν κι αυτοί διά να δώσουν τόπον αλλουνών.
Ποίος άλλος περισσότερον από τους γονέους ημπορεί να θέλη το καλό των παιδιών του;
Αλλά ποία άλλη μεγαλύτερη βλάβη εις τον άνθρωπον από του να είναι έως ζωής του εις την φυλακή, και να είναι νεκρές διά αυτόν όλες οι ελπίδες, που είναι οι μοναχές του παρηγορήτρες εις το κοπιαστικό ταξίδι του κόσμου, κ’ εκείνες που κάνουν υποφερτή και συχνά επιθυμητή την ζωή του; Η μοναστική ζωή έχει μόνον θέλγητρα διά τους ενθουσιασμένους, είναι καταφυγή των απελπισμένων και απορριμμένων, είναι αδιάφορη διά τον φιλόσοφον.
Χάνουμε εις λόγια τον καιρόν εις τον οποίον πρέπει να πράζωμεν.