Τι έπαθα να παντρευτώ!
Τι σκέψις λαθεμένη,
ν’ αφήσω τη λυτή ζωή
για νά ’μπω στη δεμένη!
[...]
Τι έπαθα να παντρευτώ!
Τι λάθος, τι μωρία!
Είν’ η Νεότης έγκλημα
κι ο Γάμος τιμωρία!
Βαρέθηκα τους έρωτες, τα νιάτα,
βαρέθηκα να βράζω στην πινιάτα,
τ’ ανθρωπισμού βαρέθηκα τη φάρα,
βαρέθηκα να ζω στην κουταμάρα.
Δεν θέλω ανθρωπισμό για ν’ αγαπάω,
να γένω θέλω... ψύλλος... να τσιμπάω,
να τρέχω, να σαρταίρνω, ν’ αγκελώνω,
κι εκεί που μου γουστάρει... να τρυπώνω...
να χώνομαι σε στήθια που ’ναι μέλια...
να κάνω μέρα νύχτα... σκουρδουμπέλια,
να πίνω Νιότης αίμα, να φουσκώνω,
κι εκεί, μες στα μερλάκια... ν’ αλαφρώνω.
Δεν θέλω να ταφώ που θα πεθάνω,
δεν θέλω άνθ’, ιτιές, κυπαρισσάκια,
παράδεισος για με, που θ’ ανασάνω,
είναι να τσακιστώ... σε δυο νυχάκια!
Πού ’ν’ αυτός που σαν κοκκόρι εγλεντούσε με σαράντα;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, μια ροπή και ταύτα πάντα!
Ήχος βαρύς και γοερός τας ακοάς μου πλήττει!
Είναι μια χήρα που θρηνεί τον πρώτο μακαρίτη!
Αφήστε την να κλαίει,
να δέρνεται, να λέει·
να εκδηλούται της φτωχής ο πόνος της ο κρύφιος
ενόσω δεν ευρίσκεται καινούργιος υποψήφιος.