Μην επωφεληθήτε του σκότους,
μην καταδεχθήτε να επωφεληθήτε του σκότους.
Είναι πάντα φρονιμότερο να σηκώνουμε εμείς τις κουρτίνες πριν τις σηκώσουν οι άνεμοι!
Είν’ αρκετό να πούμε όλοι
από μια φορά στη ζωή μας
ένα «όχι».
Τι είν’ αυτό το «αιωνία η μνήμη»,
ποιος σάς το ζήτησε;
Αφήστε τον άνθρωπο να ξεχαστεί!
Περίεργο πράγμα η καρδιά.
Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις.
Αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει
οληνύχτα οργίαζε μέσα μας.
Μπορεί πραγματικά αυτά να εννοούσαμε
όμως οι λέξεις τι είπαν,
όμως οι λέξεις όταν πήραν την εξουσία στα χέρια τους τι είπαν;
Πόση πτώση άραγε μας μένει ως την κορφή;
Με πόση απουσία παριστάμεθα,
με πόση απουσία παρακολουθούμε προσεχτικά!
Μέρα παρά μέρα σε θυμάμαι,
μέρα παρά μέρα σε ξεχνώ!
Θα προσπαθήσω να τα πω
χωρίς ημί, χωρίς υπό.
Μας σκότωσαν τους αρχηγούς
κι επιστρέφουμε ακέφαλοι
μ’ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά.
Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες
ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα.
Μη μου χτυπάς. Ξέρω.
Δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε.
Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις,
γιατί τις ηνώχλησες;
Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;
Όπου δεν πέφτει φως είναι σκοτάδι,
μα όπου δεν πέφτει σκοτάδι δεν είναι φως.
Όλα όσα ζήσαμε,
όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα είπαμε δικά μας,
θα επαναλαμβάνουνται στην απουσία μας
μ’ άλλους να τα ζουν,
άλλους να τ’ αγαπούν,
άλλους να τα λεν δικά τους.
Ποιο «κράτος», κύριοι, ποιο «κράτος»;
Σ’ αλλεπαλλήλους σωρούς «κρατών» πατάμε.
Δεν καταλαβαίνετε πως με τεχνητά μέσα
κρατάμε την Ιστορία στη ζωή;
Σκέψου πως δε μας έμεινε άλλο όνειρο
παρά να βγούμε από μια πόρτα.
Καλή η λευτεριά, πρώτη η λευτεριά,
μα σου ’χει κάποτε μια σκλαβιά,
σου ’χει μια σκλαβιά!
Κι ένα μνημείο στον Ακούσιο Στρατιώτη, κύριοι,
ένα μνημείο στο στρατιώτη που ακούσια πολέμησε,
που ακούσια σκότωσε,
που ακούσια σκοτώθηκε.