Μιαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·
έθεκα στο κλινάρι μου κι ύπνον αποκοιμήθην.
Εφάνιστή μου κι έτρεχα ’ς λιβάδιν ωραιωμένον,
φαρίν εκαβαλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κι είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στην χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίττες και δοξάριν·
κι εφάνη με οκ’ εδίωχνα με θράσος ελαφίνα·
ώρες εκοντοστένετον και ώρες με βιαν εκίνα.
Οπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Νεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Χριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημαν οι ταπεινοί από τ’ ανήλιον στρώμα!
Να διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας,
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν’ ακούσθην η ομιλιά μας!
[Για τις γυναίκες:]
Και οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,
τ’ αγρίμια ’ς λίμνην κυνηγά κ’ εις τα βουνιά ψαρεύγει.
Εκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην,
οι άνεμοι εταράχθησαν κι η θάλασσα βρουχίσθην·
εσυχνοβρόντα κι ήστραπτεν, κι η συννεφιά απονάτον·
πώς να προσφέρει κίνδυνον τότες οικονομάτον.
Και ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ’ απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν,
ίτις εμείς τον θάνατον ομπρός τον εθωρούμαν·
στον Άδην να κατέβωμεν ως θαρρετά εκρατούμαν.
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ’ εις το νερό εκτίσαν·
τώρα τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά σκορπίσαν.
Το θεμελιώσαν έπεσεν, το έκτισαν ερράγην
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
Διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.
Χρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ’ άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει.