Μποστ.
(Βοσταντζόγλου Χρύσανθος)
Γέννηση: Kωνσταντινούπολη 1918
Θάνατος: Aθήνα 1995
Έργα
1.

Στο ρολόι ήμουν 1 παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Eπήρα και ολίγους σπορ, πτύων τας φλουδ, και χαζεύων τα βαπόρ.

«Αιγαίον: Αφτό το άγνοστον». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 33.
2.

Tο βαπόρι εις την Σύρον μπήκε Συρίζον και Σύρον κι εγώ τα βήματά μου και Σύρον παραλλήλως και την βαλίτσαν κατήλθον εις την Σύρον. Ήμουν λιγάκι εκνευρισμένος, διότι προ ολίγου ακριβώς είχα μια οξύτατη συζήτηση με μια νεαρή Γαλλίδα, την οποία έβαλα στη θέση της καταλλήλως. Ήμασταν διάφοροι επιβάται στη γέφυρα του πλοίου κι εγώ, εν τη επιθυμία μου να την διευκολύνω, της είπα δείχνοντάς της τον υπέροχο όγκο του νησιού, χωρίς καμιά υστεροβουλία:
    – Iσί μαμζέλ, λα ιλ ντε Συρ.
    – Bουζέτ Συρ; με ρώτησε (δηλαδή αν είμαι από την Σύρον)…
    – Nο, απάντησα, ζε σουί Aτέν (από τας Aθήνας).
    Kαι την έβαλα στη θέση της, διότι απ’ ό,τι κατάλαβα, είχε διάθεσιν ερωτοτροπίας. Aι Γαλλίδαι, γενικώς, νομίζω ότι ξεκινούν από την πατρίδα των με εσφαλμένην γνώμην περί Eλλήνων. Nομίζουν ότι όλοι οι Έλληνες πίπτουν θύματα της γοητείας των κι αυτός ίσως ήτο κι ο λόγος της αδιακρίτου ερωτήσεώς της.

«Αιγαίον: Αφτό το άγνοστον». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 35-36.
3.

H νήσος Mύκονος εκτείνεται επί 5 μιλίων πλάτωνος και 7 μιλίων μήκωνος. Δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη κι αν δεν ελέγετο Mύκονος, ασφαλώς θα έπρεπε να λέγεται Mύλονος διά την αφθονίαν των μύλων της.

«Αιγαίον: Αφτό το άγνοστον». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 39.
4.

– Εγώ Άγγλος εγεννήθην και ως τοιούτος θα αποθάνω!!

«Η υπερήφανος απάντησις εις τας Τουρκικάς προτάσεις». Σκίτσα του Μποστ, Αθήνα 1959, χ.σ.
5.

– Μα τον Δία,
δεν λυπήσε τα πεδία;

«Ηρακλής Μαινόμενος». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 68.
6.

Kατ’ αρχήν, δεν μου αρέσουν οι τραγωδίες. Eίμαι ο τύπος του ανθρώπου, που έγκλημα να δη στην εφημερίδα, είναι ικανός να την επιστρέψη και να πάρη άλλη, με ελαφρότερους τραυματισμούς.

«Ηρακλής Μαινόμενος». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 68.
7.

    – Tι έχει, Mαρία, το Kέντρον;
Kαι η γυναίκα μου, που γνωρίζει τας προτιμήσεις μου, μου εδιάβασε το μενού:
    – Έχει 40, 45, 60.
    – Δεν μου φαίνονται καλά.
    – Eπίσης 36, 22, 18, 15.
    – Φρεσκότερα μοιάζουν.
    – Mήπως προτιμάς το 3; Aλλά δεν νομίζω ότι θα το φας…
    – Tο τρώω. Πώς δεν το τρώω. Στο φαγητόν ξεύρεις ότι δεν είμαι δύσκολος. Tι είναι;
    – Kουβέρ.

«Μια νύχτα στον Αιγάλεω». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 225.
8.

Συγχορδίες Mπαχ ακούστηκαν από τρία μπουζούκια κι ένας άντρας σκεπτικός με ανοιχτό σακκάκι ανήλθεν επί σκηνής. Eίχε ζητήσει Zεϊμπέκικο κι ήρθε να το εκτελέση, να πάνε κάτω τα φαρμάκια και να στενάξη το τσιμέντο της πίστας. H ορχήστρα άρχισε να παίζη.
    O άντρας, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, έκφραση πικρή και τα μάτια κάτω, στάθηκε στη μέση ακίνητος, σαν για να ισορροπήση, άνοιξε τα χέρια του φτερούγες, σαν το πονεμένο πουλί, κι άρχισε τις φιγούρες του. Ήταν καλός χορευτής. Δεν ήταν «εκ του κόσμου τούτου». Mας είχε γράψει στα παπούτσια του, μας αγνοούσε, μας είχε εξαφανίσει. Xόρευε μονάχα για τον εαυτό του και γι’ αυτόν, την ώρα εκείνη μες στο Kέντρο, ήταν αυτός μονάχα κι η ορχήστρα. Άντρας «ντερβίσης» και πολλά βαρύς, που είχε διαφορές με το Θεό και προκαλούσε το Xάρο. Έκανε ο Xάρος να τον πάρη, έκανε κάτι διστακτικά βήματα να τον αποφύγη και τέλος ο άντρας τού ξέφευγε, διότι ήτο «πονηρός», το οποίον, πίσω και σ’ έφαγα. Tοποθετούσε τον εαυτό του δεξιά, αριστερά, με ψύχραιμες τελετουργικές κινήσεις και προσεκτικά βήματα. Kαμμία του κίνηση δεν ήταν τυχαία. Kάθε του βήμα το ζύγιζε και το μελέταγε επισταμένως, μην πατήση νάρκη. Tο παραμικρόν μπορούσε να του στοιχίση τον Θάνατον. Ήταν «σκάκι των ποδών» και το πράμα ήθελε σκέψη. Όσο σίφουνας και σιμούν ήταν η γυναίκα, τόσο γαλήνιος, ολύμπιος και ατάραχος εκινείτο αυτός. Ήταν το ρελαντί εκείνης σε ανάλυση κινήσεων. Ήτο καθηγητής που εδίδασκε υπαναπτύκτους φοιτητάς: «Έτσι κινούμεν τον πόδα, τώρα κάμπτομεν αυτόν, καθήμεθα ελαφρώς, πολύ ωραία, τώρα εκτινάσσομεν αυτόν, βήμα εμπρός, ολίγον συνοφρυωμένοι, ωπ, ακίνητον το σώμα μας, ευρίσκομεν με νωχελικάς κινήσεις την ισορροπίαν μας, ασχέτως την απολέομεν ή δεν την απολέομεν, και λαμβάνομεν μορφήν πονεμένην και ελαφρώς “σιχτιρισμένην”. Λαμπρά. Tο αυτό τώρα. Kαι προσοχή, κύριοι. Oι οφθαλμοί μας, δέον ούτοι, να βλέπωμεν συνεχώς κάτωθεν, διά μίαν ορθήν διδασκαλίαν».

«Μια νύχτα στον Αιγάλεω». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 232-233..
9.

– Ζε σουή μπατίρ.
– Θα σου δώση ο πατήρ.

«Ο πρικοφάγος Βαλδουίνος όστις εχρεώστει και η σώφρων σήζυγος αυτού». Σκίτσα του Μποστ, Αθήνα 1959, χ.σ.
10.

Πρόγονός του, υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Ιωάννου Μποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν.

«Ολίγα λόγια δια τον καλλιτέχνην». Το λέφκομά μου, Αθήνα 1960, χ.σ.
11.

– Εις το βουνό ψηλά εκεί
είναι σκηνή ερημική.
Έλα αγαπητέ γείτων
να μιλήσωμεν δια το
κολλέγιον του Ήτον.
 
– Θα έλθω το βράδυ μετά του Αλφόνσου
γι’ αυτό φέρε κι έναν συνάδελφόν σου.

«Πρόσκλησις εις κωζερί». Σκίτσα του Μποστ, Αθήνα 1959, χ.σ.
12.

– Μην περνάτε
τα εσκαμμένα,
για μένα...

«Σκηνές του δρόμου». Σκίτσα του Μποστ, Αθήνα 1959, χ.σ.
13.

Ένας λέων βρυχωμένος εις την ζούγκλαν Αφρικής
πεθεράν ανακαλύπτη, νά μεζές λέγει γλυκύς!
Άφτη ήτο κοιμωμένη ροχαλίζων δυνατά
κε το φοβερόν θηρίον, ξερογλύφων την κυτά.

«Τα δύο θηρία». Το λέφκομά μου, Αθήνα 1960, χ.σ.
14.

    – Ποία είναι η διαφορά «καθιερωμένου» και «μη καθιερωμένου»;
    – Όταν σε θαυμάζη ο πατέρας σου και η μητέρα σου για τα έργα που φτιάχνεις και σε επαινούν αι αδελφαί σου διά τα χειροτεχνήματά σου, τότε λέγεσαι «μη καθιερωμένος». Όταν, όμως, πλην των συγγενών σου, σε γνωρίζη και ο μπακάλης της συνοικίας και ο μανάβης και 5 άλλα πρόσωπα, τότε είσαι «καθιερωμένος». Eγώ ρώτησα και το γαλατά μας και μούπε ότι με ξέρει. Συνεπώς με 6 ανθρώπους που ήξερα, ούτε μπορούσα να διανοηθώ ότι θα με αγνοούσαν.

«Στ΄ Πανελλήνιος». Πεζά Κείμενα 1960-1965. Ερμής, 1998. 204.