Ρόδον το ωραιότατον, όποιος το ιδεί θαυμάζει
και ώστε που να το ματαϊδεί, μαραίνεται και αλλάζει.
Τίγαρις απ’ την εμορφιά πιάνεται η αγάπη
όπως τ’ αρέσει καθενούς και όπως του μπει στο μάτι.
Τούτο είναι μεγάλο θαύμα:
όλα σβένουν και μαραίνουν
και κανένα δεν γλυτώνει
μα ο έρωτας δεν έχει
γιατ’ αυτός όσο παλιώνει
εις τους χρόνους στερεώνει
δείχνει την θερμότητά του
στην αρχή αδυναμίαν
μα σαν τύχη και αυξάνει
εισέ κάθε ένα πράγμα
όσο οι καιροί πηγαίνουν
σαν περάσουνε οι χρόνοι
χρόνον να τον κατατρέχει
τόσον πάλι ξανανιώνει
όσο πάει και δυναμώνει
παρά την νεότητά του
έχει και όλο διγνωμίαν
πια ελάττωσιν δεν κάνει.
Όσοι φθάσουν να ζητήσουν
Έρωτα να πολεμήσουν
βέβαια είναι τρελλοί.
Επειδή θα τους νικήσει
και ύστερις θαν τους αφήσει,
καθώς το ’παθαν πολλοί.
Όπου γυρίσω βλέπω εχθρούς μεγάλη δυστυχία
όλοι με κατατρέχουνε δεν έχω ησυχία
πολλοί με κατατρέχουνε ολίγοι μ’ αγαπούνε
την τύχη μου του ορφανού πολύ τήνε φθονούνε
είναι μεγάλο θαύμισμα στην τύχη την δική μου
εγώ για φίλους χάνομαι και κείνοι είναι εχθροί μου
όταν η τύχη με βοηθά φίλους πολλούς λογιάζω
και όταν να μού ’ρθη δυστυχιά κανέναν δεν ποτάζω.
Αθήναι, φίλη μου πατρίς, αγαπητή μου πόλις,
μητέρα των σοφών ανδρών της οικουμένης όλης!
Στο ιερόν σου έδαφος δοξάσθη η σοφία
πάλαι ποτέ, κ’ επρόκοψαν αι τέχναι κ’ η παιδεία.
Συ γέννησες Θεμιστοκλείς και Περικλείς και άλλους
και ρήτορας και ποιητάς και στρατηγούς μεγάλους.
Κ’ εσχάτως εκατήντησες εις σκότος αμαθείας
διά το αποτέλεσμα της Τουρκοδεσποτείας.