Αγαπώ το βυθό της Θάλασσας.
Εκεί σαλεύουν οι σκοτεινοί ίσκιοι των τεράτων.
Είναι της ψυχής μου ο βυθός,
όλο μαργαριτάρια και τυφλά κήτη.
Η αντιγραφή στις εξετάσεις είναι τις πιο πολλές φορές η νόμιμη άμυνα που αντιτάσσει ο εγκέφαλος του παιδιού εναντίον ενός στραβού και απάνθρωπου εκπαιδευτικού συστήματος. Τόσο νόμιμη όσο κάθε άλλη άμυνα, που έχει ως βάση το ιερό ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
Στο ίδιο προσκεφάλι
μοιράσαμε τον Ύπνο,
στο ίδιο σανίδι
μοιράσαμε το Ψωμί,
Στην ίδια χλόη
μοιράσαμε την Αγάπη,
Στην ίδια κλίνη
μοιράσαμε τον Πόνο·
Μέσα στην αχώριστη ζωή μας
σταθήκαμε Ξένοι.
Αλίμονο στην προσευχή που δεν μπόρεσε να βρει το Θεό της.
Ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο ριζικά, πιο τελειωτικά σαν χάσει την ψυχή του. Την ατομική και την ομαδική ψυχή του.
Δεν μπορώ να πω πως αγαπώ τις σοπράνο. Κι οι καλύτερές τους κρατάν ακόμα κάτι απ’ τις ξενύχτισσες γάτες σαν είν’ ερωτευμένες.
Η Τέχνη προχωρεί από τη στατική στη δυναμική της μορφή μόνο όσες φορές κινηθεί σα στοιχείο ζωής ανάμεσα στους ανθρώπους. Το αληθινό έργο Τέχνης είναι μια προσθήκη στη ζωή.
Γενικά μ’ ενδιαφέρει πιότερο η ζωή όταν ετοιμάζεται να δημιουργήσει, και σου αφήνει στη φαντασία αδέσμευτην ελευθερία, χωρίς περιορισμούς για το τι μπορεί να προκύψει από μιαν ανοιξιάτικη ανθοφορία, παρά όταν πραγματοποιήσει τις αόριστες υποσχέσεις της σε τελειωμένα έργα, που όσο και να ’ναι έχουν μέσα το νόημα του τέρματος.
Ανθίσαν τα μεράκια μου και δάκρυσε η χαρά μου.
Μπροστά στη Μοίρα αμίλητος βαρώ τον ταμπουρά μου.
Μήλο κυλώ στη θάλασσα, μήνυμα στο Νησί μου:
Άσπρη πετρούλα του γιαλού, σώσε τη θύμησή μου!
Ο τόπος μου δε με χωρά κι η ξενητειά μαράζι.
Εγώ ’μαι κείνο τ’ άρμενο, που σκάλα δεν αράζει.
Γω τραγουδώ τη θάλασσα κι ο νους μου εσέ μαλώνει
που ’σαι μικρό κι ανήξερο και δεν ακούς τιμόνι.
Ροδί κοχύλι του γιαλού και του πελάγου κρίνο,
πώς δίγνωμος να στοχαστώ και δίβουλος να κρίνω;
Δεν είν’ η αγάπη σίδερο, τη λιώνει το μαράζι.
Ρόδό-ειναι και μαραίνεται, μήλο και μαραγγιάζει.
Άσπρη πετρούλα του γιαλού, κρουστή σαν το χαλάζι.
Χαλιέται γύρω ένας ντουνιάς και κείνη δεν αλλάζει.
Να σε μαλώσω μια και δυο, να σε μαλώσω δέκα
που ’χες όλες τις όμορφες και πήρες μια γυναίκα.
Μόνο η καρδούλα π’ αγαπά την έχει αυτή τη χάρη.
Ν’ αποκοιμιέται σαν τ’ αρνί και να ξυπνά λιοντάρι.
Το χρονογράφημα, όπως ακριβώς τα στρείδια, οι αχινοί, οι αχιβάδες, κι όλα τα θαλασσινά, τρώγονται μόνο πολύ φρέσκα. Μπαγιατεύει άψε-σβήσε και δεν περιμένει.
Ό,τι ανομολόγητον, φρικτόν και βδελυρόν φυτρώνει μέσα μας ως επιθυμία, σκέψις ή έφεσις και το απορρίπτει προγκάρουσα αυτό με μεγάλας κραυγάς η λογική μας, η φρόνησίς μας και η κοινωνική αγωγή μας, πετάγεται εις το «υποσυνείδητον». Έτσι το υποσυνείδητον καταντά στο τέλος ένα υπόγειο γεμάτο ψυχικά σκουπίδια και απορρίμματα.