Έχουνε πολλές διαφορές, άνθρωποι και ζώα.
Αυτοί δεν έχουνε ουρές κι αυτά είναι πιο αθώα.
Αυτά έχουνε στόματα, αλλά μιλιά δεν έχουν,
αυτοί έχουν ονόματα και με τα δύο τρέχουν.
Αυτοί χύνουνε δάκρυα και μ’ ευθυμία γελούνε,
αυτά παν σε μιαν άκρια, πονούν και δε μιλούνε.
Τρων για να ζουν, δεν ρέπουν στην αδηφαγία,
δεν ψεύδονται, δεν κάνουνε φιλολογία.
Τονέ θέλουν να κοιμάται, ήσυχος και πεινασμένος
κι αν θελήσει να ξυπνήσει, να ξυπνήσει… πεθαμένος.
Σάτιρα:
Μούσα κακόκεφη
και θυμωμένη,
που ξεθυμαίνει.
«Στης Πλάκας τις ανηφοριές
που γέρνουν οι κληματαριές»
απόψε ανοίγουν οι κρουνοί,
των βαρελιών οι ουρανοί
και μέγα γλέντι θα γενεί.
«Με το σούρουπο που φτάνει
βγαίνουν οι θεοί σεργιάνι»
και ζητάν κανονικά:
Κάπελα, μισή οκά!
«Τι ρετσίνα κεχριμπάρι
ταβερνιάρη, ταβερνιάρη!»
Σωτήρες πάλι εγέμισεν Ελλάς η δυστυχής!
Σωτήρες είναι τ’ άφθονα φρούτα της εποχής!
[…]
Θα παύσ’ η Ελλάς να είν’ Ελλάς!
Θα γίνει Σωτηρεία!
Αλλ’ εις ουδέν θα ωφεληθεί κι απ’ τον Σωτήρειον πλούτον.
Γιατ’ είν’ όλοι οι Σωτήρες της Σωτήρες του εαυτού των.
Κι αφού μοχθήσουνε γι’ αυτόν, κοπιάσουν και ιδρώσουν
ύστερα την πατρίδα των δεν ευκαιρούν να σώσουν…