Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, [...] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου [...], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.
Ανέγνων είς τινας εφημερίδας ότι, κατά την επικρατούσαν δόξαν μεταξύ του λαού, απαίσιον θεωρείται να βασιλεύη ο ηγεμών πέραν των τριάκοντα ετών. Τα τριάκοντά μου έτη ετελείωσαν.