Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Είναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.
Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάνα· καίει το λάγνο της φιλί,
κι είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Ανατολή.
Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν’ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθεί μια σπιθαμή δε θά βρει.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός και μπουντρούμι το σπίτι.
Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Τα πάντα αρχή απαλότατη, που λες πως δεν περνά.
Εσένα το τραγούδι σου κόσμους τους ήχους κάνει.
Βασανισμένε, ταπεινέ, και λυτρωμένε, και ίσε!
Σε ξέρω, είναι το στόμα σου της αρμονίας κρουνιά,
θνητέ, αν δεν έγινες Θεός, άνθρωπος πια δεν είσαι,
γιατί νοείς τ’ αθάνατα και ζεις μαζί μ’ αυτά.
Αύριο θα ’ρθει το κάμα του Αλωνάρη,
αύριο θα πέσουν κίτρινα τα φύλλα,
αύριο το κρύο και του Γενάρη...
Όμως τ’ ανθρώπου είν’ η ψυχή μυστική χάρη
και η ξαστεριά της άλλη και άλλη και η μαυρίλα.
Η ψυχή πάει απάνου από τη φύση.
Η καλωσύνη του έργου του δραματικού δοκιμάζεται, πρώτα και πιο αλάθευτα, όχι με τ’ άκουσμα το θεατρικό, μα στο βιβλίο με τη μελέτη· έπειτα έρχεται η σκηνή [...] Δράμα που δεν εντυπώνεται αγαθά από το διάβασμά του ―στο νου τον κριτικό― δεν μπορεί να είναι αγαθό έργο, μήτε απάνου στη σκηνή.
Πως είναι μια η πατρίδα μας
κι είναι παντού όπου πάμε,
και όπου σταθούμε, μέσα μας
πατρίδα μία γρικάμε,
μία με λογής ονόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δε ζει χωρίς πατρίδες
η ανθρώπινη ψυχή.
Πλάστης του κόσμου ο Πόλεμος,
όραμα η ευτυχία.
Ετοιμάζουμε και τ’ άρθρα μας, καθώς συνθέτουμε και τα τραγούδια μας. Με τον έρωτα και με το μεθύσι. Όπως από κάτου από το πιο ελεύτερο φτερούγιασμα του ποιητή, μπορεί να κρύβεται η καλομετρημένη του κριτικού παρατήρηση, έτσι κι ένα άρθρο πεζογραφικά δουλεμένο, και με όλη του τη δασκαλική μορφή, μπορεί να μην είναι ξένο προς κάποια δημιουργική πνοή, και προς την Ποίηση να στέκει πολύ πιο κοντά κι απ’ όσο κανείς υποψιάζεται. Πολλές φορές τυχαίνει να τα ζυγιάζουμε τα τραγούδια μας και να τραγουδάμε τ’ άρθρα μας.
Ο αντίλογος μ’ ανάθρεψε, με πότισε το μίσος.
Στο δάσος έστησα του Πόθου όλα τα ξόβεργα,
κι έπιασα τα πιο γνώριμα πουλιά και τα πιο ξένα,
κι εκείνα, που όσο κελαϊδούν, και τα βουβά,
και τ’ άσπρα και τα κίτρινα και τα σμαλτοχυμένα,
Κι όσα πικροδαγκώνουν, και τα πιο απαλά,
και τα πουλιά που σέρνονται σα λαβωμένα χάμου,
και τ’ άλλα με τ’ ανήσυχα πλατιά φτερά·
και σ’ άλλο δάσος τ’ άφησα· μες στην καρδιά μου.
Από τους πράσινους κορμούς γίνοντ’ οι άσπροι στύλοι.
Είν’ όλα ανυποψίαστα μέσα σ’ αυτό το σπίτι,
εσύ, γυναίκα, σα ματιά του αποσπερίτη,
τα δάκρυα σαν καλόδεχτα κι εκείνα πρωτοβρόχια,
φέγγει ένας ήλιος χαρωπά στα πάντα, ως και στη φτώχεια,
δυσκολοχώριστα, πουλιά, αγόρια, ανθοί, κοράσια,
τα λόγια σα φιλιά απαλά, τα στόματα κεράσια,
η Αγάπη χτίζει εδώ φωλιές, κι ο Απρίλης παραστέκει...
― Σ’ αυτό το σπίτι είν’ έτοιμο να πέσει αστροπελέκι!
Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.
Μαυρίλα. Αστροπελέκι.
Μα το σπαθί γοργάστραψε,
και νά! η βροντή τουφέκι!
Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,
και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,
μια η φλόγα, μια η φοβέρα,
κι ένας ο νους. Εμπρός!
[...]
Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!
Κι αν πέφτει αστροπελέκι,
νά! το σπαθί γοργάστραψε,
βρόντησε το τουφέκι.
Κρήτη, ο Μωριάς, η Ρούμελη,
εμπρός! η Ελλάδα λάμπει,
αχολογάν οι κάμποι,
καίνε οι καρδιές. Εμπρός!
Φτωχά γεννάς τραγούδια, πατρίς, φτωχή μητέρα!
Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό,
Οι σταυραϊτοί γυρεύουν ελεύθερον αέρα
Κι απέραντο ουρανό.
Δεν πάει εκείνος ο καιρός, γιατί δεν πάει κανένας καιρός. Δεν λογαριάζονται οι καιροί, μόνο οι άνθρωποι λογαριάζονται που κάνουν τους καιρούς.
Η λευτεριά το φάντασμα είναι, ο σκλάβος
είναι το πράμα.
Το μυαλό του μικρού παιδιού είναι σαν το στομάχι του ανθρώπου που παίρνει απάνω του ύστερ’ από δυνατή αρρώστια· όλο να τρώει θέλει και ποτέ δε χορταίνει.
Η επιστημονική γλώσσα, όταν δεν εκλαϊκευθεί, δεν είναι βέβαια προσιτή παρά στους επιστημονικά μορφωμένους. Μα μήπως και η ποιητική γλώσσα, πριν εκλαϊκευθεί από του κριτικού την ανάλυση, με όσα και αν λένε οι πολλοί, μήπως είναι προσιτή σε όλους; Κάθε άλλο. Μόνο οι διαλεχτοί την αισθάνονται, χωρίς τη βοήθεια του κριτικού. Από κάποιες των απόψεις, η φιλολογία λαϊκεύει τη φιλοσοφία, και η κριτική τη φιλολογία.
Και νομίζεις πως μπορεί κανείς ν’ ακολουθεί το δρόμο του συρμού χωρίς να χάνει μαζί και το δικό του δρόμο!
Δεν είναι μόνο των γυναικών αρχόντισσα η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια· δεν περιορίζεται μόνο στη φορεσιά· και σ’ άλλα ανακατώνεται πολλά. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας (και μες το δικές μας δε θέλω να ειπώ πράγματα βγαλμένα με το έτσι θέλω από το κεφάλι μας μόνο για να φαινόμαστε πως είμαστε πρωτότυποι και πως δε μοιάζουμε τους άλλους, αλλά πράματα που τα νιώθουμε καλά καλά και τα πιστεύουμε σωστά σωστά)· όπου δεν έχουμε γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δε ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε, όχι με το λόγο, αλλά με τη μόδα.
Κι αν είναι, και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία,
ο τάφος είναι πέρασμα προς την Αθανασία!
Η Φαντασία μάς πάει αλλού, στα τάρταρα και στ’ άστρα,
κι είναι πλανεύτρα μάγισσα και ξένη ξελογιάστρα·
μόνη δική μας η Καρδιά· ζωές κι αγάπες δένει
με τις πατρίδες άσφαλτα· και σαν να μην πεθαίνει.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.
Γεννήτρες μου είν’ οι μυστικές και οι φοβερές Μητέρες.
Φλογέρα η γλώσσα κι η όψη μου· μα χίλιες όψες παίρνω,
και το τραγούδι μου χρησμός και η μουσική μου νόμος.
Με τα φτερούγια του όνειρου κι αβάσταγα πετώντας
περνώ από πάνου από καιρούς και από τους τόπους πέρα
με πας, καράβι, δαίμονα του πέλαου, Φαντασία.
[...]
Τον άλλο κόσμο εγώ ’χω αρχή, τέλος τον κόσμον όλο,
γιομίζω τον αέρα αχός, μ’ ακούν, τ’ αυτιά γητεύω,
κι απ’ τον αχό περνώ στο φως και πουθενά δε στέκω,
και ζωγραφιά τη μουσική, τον ήχο στίχο κάνω,
και το πουλί είμαι που λαλά μ’ ανθρώπινη λαλίτσα
και με λαλιά υπεράνθρωπη· κι ακούστε με, κι ακούστε.
Μην τρέμετε· είμαι η ταπεινή, κι εγώ είμαι όλου του κόσμου,
κι εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, η βλάχα η παινεμένη.
Ξεφαντωτής, κυνηγητής, ξενύχτης, καβαλάρης
για το πιοτί, για το φιλί, για της αγάπης όλα
τα ζαχαρένια, τα τρελά, τα λαμπερά, τα κούφια.
Θρόνος εμέναν’ ο έρωτας, η απόλαψη κορώνα.
Μα μια φορά είν’ η λεβεντιά και μια φορά είν’ τα νιάτα
και μια φορά αστραπόφεξες στη νύχτα της καρδιάς μου,
Αγάπη για τον αρνητή, και για τον πλάνο Αγάπη!
Και το δοξάρι του Έρωτα και το κοντάρι του Άρη
το ’να από τ’ άλλο δύσκολα κανείς τα ξεχωρίζει
την ώρα που σκληρά χτυπάν ή που γερά στηρίζουν
και της ψυχής και της ζωής και τ’ άγια και τ’ ανάξια.
Και γαυριασμένος ο Έρωτας και ο Πόλεμος λυσσάρης,
αλόγατα και χλιμιντράν αβάσταγα και σκάφτουν.
Και βρυσομάννα είν’ η γυναίκα· κι έρχονται από κείνη
κι εσύ, αμαρτία, κι ο λυτρωμός κι η ανάσταση και ο Χάρος.
Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει
να ξαναβρεί τα νιάτα του, να ’ρχεται στο ποτάμι
της Ομορφιάς να λούζεται. Σ’ όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται αδιαφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβει
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,
κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Το φως παντού, κι όλο φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφήνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνεις
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.
Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.
Τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης.
Μέσ’ στους βυθούς της φλόγας και της πίσσας,
δροσιά, και ολόρθο με βαστά.
Δαιμονικά, του κάκου οι παιδεμοί σας.
Διαμάντι, όλο στα μάτια μου μπροστά!
― Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;
Είμ’ εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
Στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω! ―
Είν’ η ζωή αχαμνόδεντρο
σ’ ένα γκρεμόν επάνω.
Μοναξιά, σκέπη ολόβαθη
των θείων και των θηρίων,
κάτι σαλεύει μέσα σου
σα λαός μυστηρίων.
Κάμε κάτου απ’ τον ίσκιο σου
και μες στην αγκαλιά σου
να βλέπω με τα μάτια σου
να γρικώ με τ’ αυτιά σου,
να μιλώ με τα λόγια σου·
κράτα μ’ έξω απ’ τα πλήθη,
δώσ’ μου του θείου τον έρωτα
και του θηρίου τη λήθη!
Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας
αθέλητα κρυμμένη.
Νομίζω ότι το κυριώτερον κατόρθωμα της γλώσσης των εφημερίδων και των κοινοβουλευτικών αγορεύσεων είναι να σύρη την ποίησιν εγγύτερον του βαράθρου της πεζότητος.
Βαστώ μιας φλόγας τον καπνό κι ενός καπνού τον ίσκιο.
Και η πρωτοτυπία είναι σαν την ελευθερία· την πλάθουμε στ’ όνειρό μας· δεν υπάρχει.
Ανάξιος μέσα στους πιστούς μου
κι όσων παλμό και ανασασμό
τους δίνει ο νους μου,
ανάξιος όποιος δε μπορεί
μες στο σεισμό το χαλασμό
κάστρο τη γνώμη του να στήσει,
και καρτερεί,
και λέει: να ιδώ· και δε μπορεί
κι αργοσαλεύει του η ψυχή,
σαν το κυπαρίσσι.
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Μια μένα είν’ η μοίρα μου, μια μένα είν’ η χάρη μου,
δε γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.
[...]
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες στον παράδεισο
των πρώτω μας χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι.
Στη νυχτιά μας μια πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει.
Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.
Περδικόστηθη Τσιγγάνα,
ω μαγεύτρα που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής,
που μιλώντας γιγαντεύεις
και τους κόσμους ξεπερνάς
και τ’ αστέρια σού φορούνε
μια κορώνα ξωτικιάς!
Σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο μάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών.
Τυλιγάδια και βιβλία
πόχουν πρόσωπα πορφύρες,
που είν’ οι σάρκες τους μετάξια,
και λογής λογής το μάκρος
και το σχήμα και το χρώμα.
Σκεπασμένα και μακριάθε
τα θωρείς και λες πως είναι
στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
και σημαίες και θυμιατήρια
και ρηγάδικες κορώνες.
Σα θεών αγάλματα είναι,
σαν ανάγλυφα είν’ ηρώων,
προφητών οράματα είναι,
και κιβούρια και μνημούρια.
Μάθε· η προκοπή δεν είναι για τους δούλους,
κι όσο θένε οι δούλοι αφέντη ας έχουν
τον αφέντη κάθε πλούτου κι ομορφιάς·
μάθε· η προκοπή για τους ελεύτερους,
για μας!
Όσο θέλει ας είναι μουσικότερο,
άσπροι μου αδερφοί, το πέρασμά σας
απ’ το πέρασμα της γυφτουριάς·
στόμ’ ανόητα κι ας ανοίγει να θαμάζει
πάντα ο κόσμος, πάντα εσάς·
κλέφτη χέρια κι ας τεντώνει για ν’ αρπάζει
κάθε αγνό και κάθε ψεύτικο διαμάντι
που θα λάμπει απάνου σας.
[...]
Μα ή μ’ εμάς τους τρισκατάρατους,
ή μ’ εσάς, ω τρισευλογημένοι,
βάρβαρος ο κόσμος θα διαβαίνει
και ραγιάς.
Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε
των εθνών τη στράτα,
μα οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι δε θα δώστε
πόδια στα έθνη και φτερά στα νιάτα·
[...]
Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε
των εθνών τη στράτα,
σαν τ’ αστέρι πόχει χρόνια,
χρόνια και καιρούς σβηστεί,
μα ορφανό το φως του ακόμα περπατάει,
μες στ’ απέραντα κι αχνοφωτάει
τον ακούραστο νυχτοταξιδευτή...
Για ένα χάιδιο σου πεθαίνω
χίλιους πεθαμούς,
το φιλί σου αξίζει, Αγάπη,
χίλιους λυτρωμούς!
Τέχνη και τ’ όνειρο κι η ζωή και η ποίηση και η πράξη.
Σαν τη γυναίκα τη λατρευτή
ν’ αγαπάς πρέπει και τον ποιητή.
Κι η ωραία γυναίκα κι η θεία στροφή
ζούνε, σε ζούνε με τη μορφή.
Όπου κι αν είν’ η υπέρτατη στιγμή, κοντά· θεός, μοίρα·
θα σου χτυπήσει αφεύγατος ο κράχτης σου τη θύρα,
στα γόνατα ας τον καρτερούν και βουβά πια τα χρόνια.
Μα και στα γέρικα δεντρά δεν κελαηδούν αηδόνια;
Εσύ και ιδέα σαν το κορμί, κορμί σαν την ιδέα,
σάρκα, ψυχή όλα κι άμοιαστα κι ασύλληπτα, όμοια ωραία,
της μέρας εσύ τ’ όνειρο, της νύχτας εσύ η χάρη,
και οι μέρες είναι του Μαγιού και οι νύχτες του Γενάρη.
Ό,τι έφτασε είναι ο τελειωμός, το έρχεται δεν τελειώνει,
στη νύχτα του ξημερωμού τ’ ορνίθι δρόμο στρώνει,
κόσμοι δεν είστε, γίνεστε, για τ’ άλλασμα στοιχεία,
όχι ήλιος, όρθρος είν’ η ζωή, στον όρθρο κι η ευτυχία.
Στα τραχιά κλήματα βαριά τα ζουμερά σταφύλια
στης φτώχειας είναι ο θησαυρός, της ομορφιάς η ζήλια.
Εσύ, Επιστήμη,
κι εσύ, Σοφία!
Τ’ άντρα η θρησκεία,
τ’ άξιου κι η φήμη.
Τα γιασεμιά,
λιγοθυμιά!
Κι άλλη καμιά
πλάση δεν είναι
―μήτ’ εσύ, κρίνε!―
λιγόζωη τόσο,
μεθύστρα, ω πόσο!
Οι στίχοι στην πατρίδα μου είναι καθάριο μέλι,
απ’ της καρδιάς βυζαίνονται το άνθος μυστικά,
μέσα στο νου φυλάγονται, σα μέσα σε κυψέλη,
κι είναι στολίδια της χαράς, της λύπης γιατρικά.
Από τον ήλιον η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
Για μας δεν είναι άλλη ζωή, δεν είναι κόσμος άλλος
παρά η ζωή που βλέπουμε κι ο κόσμος που πατούμε.
Αγάπα και ξεφάντωνε, και δούλεψε και ζήσε
και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο,
και δέσου με την γην αυτή, στρείδι στο βράχο επάνω,
και μη σε μέλει πού θα πας τα μάτια σου όταν κλείσεις.
Το τρεχαντήρι το γοργό το νοιάζει σε ποια ξέρα
θα σπάσει, σε ποιΟ πέλαγο θε να χαθεί, πού εγράφτη
να σκορπιστούν τα ξύλα του, ποια φλόγα θα τα κάψει,
τι θα γενούν οι ναύτες του σαν πάει χαμένο εκείνο;
Ζωή! χαρά, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!
Ο σωστός κριτικός γίνεται βιολόγος και φυσιοδίφης απάνου στους διανοητικούς οργανισμούς, ο βιογράφος και ο εξηγητής μυαλών και καρδιών και ψυχών πολύ περισσότερο παρά ο δικαστής κι ο δικηγόρος τους, ο θεολόγος και ο ποινικολόγος τους.
Δε γνωρίζει από γεράματα η ψυχή,
δεν υπάρχεις ό,τι χρόνος λέγεσαι,
στων πνευμάτων την περιοχή,
Φλόγα, καις, δεν καίγεσαι.
Πόλεμος, υπήρξε, υπάρχει, και θα υπάρχει,
καθώς ήταν, είναι, θα είναι κεραυνός.
Έλεγε η μια ψυχή: «Χαμένη αγάπη αργοπορήτρα...»
Μα κι η άλλη: «Όχι. Δεν έρχεται, κι αν έρθ’ η αγάπη, αργά,
μήτε απ’ αργά βήματα ξέρει, μήτε από γοργά,
πάντα θα ’ρθει στην ώρα της, δένει, και παίρνει λύτρα.
Όνειρο. Κι έβλεπα από μια κορφή, και η χώρα ξένη
κι ολόφωτα όλα, ορίζοντες, θάλασσα, γη, ακρογιάλι.
Πατρίδα μου, φτωχή σου ελιά, στη γη σου ριζωμένη,
τα ξένα τα ονειρεύομαι με τα δικά σου κάλλη.
Του ονείρου και της μοναξιάς μοναχοθυγατέρα,
και η μοναξιά και τ’ όνειρο φέραν κι εμέ εδώ πέρα.
Καλή, γλυκιά και η συντροφιά, μα κοίτα! στη γωνιά μας
αγαθοδαίμονας μας βλέπει η διπλομοναξιά μας.
Τα πάντα και τ’ ανίερα ο ρυθμός τ’ αγιάζει.
Όλα τ’ αηδόνια, καλή μου,
δεν κελαϊδούν όμοια· είν’ άλλα
που μας χαρίζουν τη γλύκα
σα διαλεχτή, στάλα στάλα,
άλλα τη χύνουν περίσσια,
τρέλα, φωτιά, ποταμός,
γλύκα σα μπάλσαμο του ύπνου,
γλύκα ενός γάμου χορός,
[...]
γλύκα σαν ξάφνισμ’ ανθρώπου
κρυφό χρυσάφι που βρει...
Όλα τ’ αηδόνια, καλή μου,
μια δεν τα καίει μουσική.
Όταν φανούν, τους θεούς δε μπορούν οι θνητοί να μαντέψουν.
Και πίσω απ’ τις Βαράσοβες και πίσω απ’ τους Ζυγούς
τα μάτια μου τετράψηλες κορφές τα μαγνητίζουν,
και πέρα απ’ τα βαλτόνερα που με λαγοκοιμίζουν,
τι πολιτείες, τι θάλασσες που δεν τις βάζει ο νους!
Ράσο να βάλω ορέχτηκα για να σε λειτουργώ,
παιδούλα, που είσαι μέσα μου σαν εκκλησιά στη χώρα.
Και οι νέοι σ’ ατέλειωτα διαβάσματα ζητούνε
το λησμοβότανο από τα χέρια της Σοφίας.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση
πράσινη, απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θά ειναι πως δε σε χάρηκα, σκυφτός μες στα βιβλία,
ω Φύση, ολάκερη ζωή κι ολάκερη σοφία!
Από καιρό μού σταματά η σκέψη σε βραχύλογον ορισμό της ποιητικής τέχνης· εύρημά μου: Η ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι. Μη λησμονούμε πως τον παλαιό καιρό η λύρα δεν ήταν απλό γλωσσικό σχήμα. Συνόδευε το ποίημα η μουσική αξεχώριστα.
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό
Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκιάσματα τα δέντρα,
κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,
εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.
Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε·
αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.
Γύμνια είναι κι η αλήθεια,
και γύμνια κι η ομορφιά.
Όσο περνάν τα χρόνια μου
κι όσο περνώ με κείνα,
τόσο γλυκά τριγύρω μου
μοσκοβολάν τα κρίνα
των πρωτινών Απρίληδων...
Τα παιδιακίσια χρόνια
μού κελαϊδάν, αηδόνια
σε νύχτες και σ’ ερμιές.
[...]
Κι απάνου απ’ όλα ―ω θύμηση!―
Καλώς μου την, τρεμούλα
για την παιδούλα, του είναι μου
την πρώτη ρηγοπούλα.
Καλώς το προς το βράδιασμα,
το γαληνό ακρογιάλι.
Εγώ ήμουν η μεγάλη
του πάθους τρικυμιά.
Μήτε με το σίδερο
μήτε με το χρυσάφι
μήτε με τα χρώματα
που σπέρνουν οι ζωγράφοι,
μήτε με τα μάρμαρα
τα τεχνοσκαλισμένα·
το σπιτάκι σου έπλασα
παντοτεινό για σένα
μόνο με του πνεύματος
τα μάγια! Σου το υψώνω
σ’ ένα τόπον άυλον,
απείραχτο απ’ το χρόνο.
Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις·
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις.
Ο λαός των λειψάνων ζει και βασιλεύει
χιλιόψυχος· το πνεύμα και στο χώμα λάμπει·
το νιώθω· με σκοτάδια μέσα μου παλεύει.
Μα κι ο ποιητής είναι κάπως σαν την όμορφη γυναίκα. Δεν είν’ ανάγκη να την παντρευτείς, μήτε και στενή γνωριμιά μαζί της να δέσεις· φτάνουν το πέρασμά της και το παρουσίασμα για να την αισθανθείς και για να νιώσεις τι λογής είναι η γοητεία της.
Ο καλλιτέχνης, αμετάφραστος! Μα κι άμα στοχαστούμε πως τα στοιχεία τα ουσιαστικότερα της τέχνης είν’ εκείνα που δε χάνονται και που αντέχουν, μεταφερμέν’ από μια σ’ άλλη γλώσσα, θα πούμε: ο καλλιτέχνης μεταφράζεται! Έπειτα, η μετάφραση, στου νου την ενέργεια δε βρίσκεται παντού σαν ένας νόμος; Ο συγγραφέας δεν είναι ο ίδιος μεταφραστής του εαυτού του, κάθε φορά που ρίχνει στο χαρτί τη σκέψη του; Είναι τάχα η σκέψη του ίδια κι απαράλλαχτη μ’ εκείνη που πρωτόλαμψε στο λογισμό του;
Σε καρτερούσα μάθημα, κι εσύ ήρθες θάμα.
Φασουλήδες, μακριά, κι εσείς παλιάτσοι!
Στην αστόχαστη πλέμπα μην πλερώνεις,
σατιριστή, του σκλάβου το χαράτσι.
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα ’ναι.
Στ’ ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου,
και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι
κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου.
Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,
ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,
οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,
κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες,
και της γραμματικής οι μανταρίνοι
και της πολιτικής οι φασουλήδες,
ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!
―Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!
Βυζαντινοί―Γασμούλοι―Λεβαντίνοι.
Ρωμαίικο, νά! Με γεια σου, με χαρά σου.
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκκόροι,
σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,
μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.
Στον αφέντη χαρά που τους λανσάρει!
Και ποια είναι τα σωστά, ποια τα μεγάλα
που την ορμή τούς δίνουν και τη χάρη;
Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!
Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.
Νά η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,
με λογιώτατους παραγιομισμένη.
Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.
Από τον καφενέ στην πόλη μπαίνει,
του Ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.
Σκύλος κοκκαλογλείφτης φέρνει γύρα
κρακ! τακ! της γειτονιάς τους τενεκέδες.
Ο ποσαπαίρνης με το θεσιθήρα
για την πατρίς καυγά στους καφενέδες.
Οι γάτοι λυγεροί στα κεραμίδια
ταιριάζουν ερωτόπαθους γιαρέδες.
Φαγοπότι, ξαπλωταριό, τα ίδια.
Τα θέατρα, τις ταβέρνες, τα πορνεία,
φάμπρικες, μπάνκες, σπίτια, αποκαΐδια,
τ’ ανταμώνει αττικότατη αρμονία.
Και κοιμισμένη στα όνειρά της βλέπει
μουρλή γλωσσοκοπάνα Πολιτεία
τον Περικλή. Μα ο Χασεκής τής πρέπει.
Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους.
Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν
όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους.
Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν.
Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,
τ’ άρματά τους. Με κείνα μας χαλάσαν.
Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα.
Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος.
Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα.
Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος
κάθε λογής τζουτζέδων και πιερρότων,
κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος
μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.
Ό,τι δεν αγαπούμε, δεν υπάρχει.
Δε φτάνει
να λάμπ’ η αλήθεια· πρέπει και να σφάζει.
Ξαφνικό ρώτημα στο πόδι:
― Τι φρονείτε, κύριε, για το γλωσσικό ζήτημα;
― Κύριε, δε μιλώ· γράφω. Είμαι από εκείνους που έχουν το δικαίωμα να σωπαίνουν.
Το Εικοσιένα. Έχουμε ώς την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι.
Στην Τέχνη ο άριστος τρόπος για να γεννάς καινούργια έργα είναι να ξεχνάς τα παλιά. Αυτό κάνω. Αν εξακολουθούσα να τα θυμάμαι τα γεννημένα και τα τελειωμένα μου, δε θα μου απόμενε καιρός και καρδιά για να καταπιαστώ τα νέα.
Διάβασα κάποιο βιβλίο και πίστεψα πως είμαι σοφός. Διαβάζω τώρα πιο πολλά· κι όσο διαβάζω τόσο πιο πολύ καταλαβαίνω την ασοφία μου. Αν το είπε άλλος δεν πειράζει να το ξαναπώ κι εγώ. Εγώ δεν κυνηγώ τη λεγόμενη πρωτοτυπία.
Η όρεξη έρχεται τρώγοντας. Η έμπνευση έρχεται γράφοντας.
Στο θέατρο, ανάμεσα του ποιητή και του εαυτού μου, μπαίνει κάτι που μ’ ενοχλεί: ο ηθοποιός. (Με το συμπάθειο, κλασικές Μαρίκες, ρομαντικές Κυβέλες, κι όλοι της σκηνής μας οι τεχνίτες οι αξιοθαύμαστοι).
Η γλώσσα κάποιων εφημερίδων. Στην ίδια τη γραμμή ζευγαρωτά οι πιο αχώνευτες ελληνικούρες με τα ωμότερα της ξενομανίας αλαμπουρνέζικα. Καμιά φροντίδα λογικής και μουσικής· δηλαδή τέχνης. Κι ο δημοσιογράφος τεχνίτης είναι του λόγου, στο είδος του. Κι αυτό το λένε φυσικότητα κι αλήθεια· κολοκύθια. Δε μπορούν να κυβερνήσουν τρεις γραμμές από τη γλώσσα τους, και θέλουνε να κυβερνήσουνε την κοινή γνώμη.
Ο άνθρωπος με τα ιδανικά είναι, θέλει δε θέλει, ζώο θρησκευτικό.
Έχω μέσα μου λογής Θεούς: από το Θεό του παιδικού καιρού, το δεσπότη με τα κατάσπρα γένια, ίσα με το Θεό του Σπινόζα.
Πλήθος. Ποιος λέει πως χάθηκε η πολυθεΐα;
Η Σιωπή. Όπλο κι εκείνη κάποτε για να θανατώσεις κάποιον άνθρωπο. Το μίσος και η καταφρόνια πόσες φορές τη μεταχειρίστηκαν για τούτο. Καμιά φορά και η σύνεση. Πλάτων για το Δημόκριτο. Γεμιστός για τον Πρόκλο.
Οι κουτοί πότε μας απελπίζουν, πότε μας διασκεδάζουν. Είναι κάποια φοβερά ζώα που μόνο μας απελπίζουν: οι μέτριοι.
Διαβάζω, θα πει ταξιδεύω. Όποιος τα καταφρονά τα βιβλία, καταφρονά τα ταξίδια. Ταξιδευτές και περιηγητές μπορεί να είναι του κάκου και για γέλια. Τα ταξίδια, ποτέ.
Άλλο η φιλοσοφική γνώση κι άλλο η φιλοσοφική συγκίνηση. Ο σοφός φέρνεται από την πρώτη. Ο ποιητής, συχνά, δέρνεται από τη δεύτερη.
Ο ποιητής, και στο τραγούδι, και στο ρομάντσο, και στο δράμα, και ο πιο πρωτότυπος, μεταφράζει. Καθώς, πολλές φορές μια πιστή μετάφραση, μπορεί να είναι η πιο κακή μετάφραση, και μια μετάφραση ελεύθερη να είναι κι η πιο σωστή, ανάλογα και στην Τέχνη. Πολλές φορές, για να τα λες πιο καλά, χρειάζεται ν’ απομακρύνεσ’ από τα πράγματα. Έπειτα όσο πιο μεγάλος ο τεχνίτης, τόσο δυνατότερο το εγώ του. Όσο δυνατότερο το εγώ του, τόσο τολμηρότερο ανακατώνεται στα πράγματα και τ’ αλλάζει, τόσο εντονότερα ξεμυτίζει στα πράγματα. Έργο που θα ’δειχνε πολύ σωστά τι συμβαίνει, θα κινδύνευε να μην ήτανε παραπάνου από καλό ρεπορτάζ. Έπειτα, θαυμάζοντας το έργο, θαυμάζουμε πρώτα απ’ όλα, όχι τη ζωγραφιά της ζωής, μα το ζωγράφο της.
Και ποιό το φως το αληθινό; Νόμος που είν’ όλος μάτι,
ή κάποιος τυφλός έρωτας; Τι θα μας πάει εκεί;
Σκυφτό ένα τρεμοψάξιμο στο κρύφιο μονοπάτι,
ή στέρεο γοργοπάτημα στο δρόμο τον πλατύ;
Ω κόρη ονειροστέφανη, μαλώνεις πάντα, ω Σκέψη,
με μιαν αιματοστάλαχτη αντρογύναικα γοργή·
τάχα ποιo γάλα είναι γραφτό να γιάνει και να θρέψει
σε μιαν υγείαν ολύμπια την άρρωστη ζωή;
Άγγελε, μ’ ένα γίγαντα παλεύεις πάντα, ω Σκέψη,
κι απλώνει για να σφίξει σε τα χέρια τα εκατό.
Κρίνο ή ρομφαία θα κρατάς; Και ο κόσμος θα ’χει ρέψει,
και το δικό σας πάλεμα δε θα ’χει τελειωμό!
Κάθε ωραίο είναι χνούδι ευκολότριφτο,
το φλογίζ’ η αγκαλιά, και το χέρι
το ξεφτίζει, κι αυτό το φιλί,
που το ’γγίζει, βαραίνει...
Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!
Μπροστά σε τέτοιο ηλιόγερμα ντροπή το φως της μέρας.
Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κι αιθέρας,
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.
Δεν είναι δανεικιά η μεγαλωσύνη,
λευτεριάς ψεύτρας ψεύτρα και η τιμή.
Δαχτυλίδια τα πάντα, το ’να στ’ άλλο χαλκάς,
και κρατεί και κρατιέται κάθε πλάσμα, όπου πας.
Τα μιλημένα λόγια είναι σα χάδια,
τα λόγια τα γραμμένα είναι φιλιά.
Παλικάρια, χορός το πάτημά σας,
όσο μια γη φεγγοβολάει μπροστά σας,
του ονείρου η γη, το ηλύσιο περιβόλι,
χορός, ή με τη λύρα ή με το βόλι,
πάντα χορός ο δρόμος των Ελλήνων
στην Πόλη όσο να μπει των Κωνσταντίνων.
Ασάλευτη δεν είναι καμμιά ζωή.
Των ανθών τα ματάκια ―οϊμέ στη χάρη!―
μια αυγή τ’ ανοίγει, μια βραδιά τα κλειεί.
Της τέχνης τ’ άνθια από μαργαριτάρι
που δύσκολα ο καιρός το καταλεί.
Και κανένας δεν είναι σκοπός
τραγουδιού σαν το λόγο μουσικός που κυλά,
όταν πλάι μας ο φίλος μιλά.
Ξέρω τα λόγια που είναι σα διαμάντια,
ξέρω τα λόγια που είναι σα φιλιά,
ξέρω τα λόγια τα κρυφά που μόλις
ξεχωρίζουν από τη σιγαλιά.
Και σαν όνειρο η πλάση, που ή ξυπνός ή κοιμάσαι,
όνειρο είναι, το ξέρεις, και μ’ αυτό θέλεις να ’σαι.
Α! μα τι όνειρο, τι ώρα στο πλευρό σου η ζωή
μονοκόμματη και ίδια και άλλη, βράδυ, πρωί!
Και δεν ξέρω, όταν πόθος βράχος πλάι σου κρατεί με,
στο βασίλεμ’ αν γέρνω, στο ξημέρωμ’ αν είμαι.
Της ζωής τίποτε δεν είναι καλό, τίποτε κακό· όλα να τα λατρεύομε κι όλα να τα τρέμουμε· βρύση ζωής όλα δεν είναι και πηγή θανάτου μαζί;
Τα ταξίδια είναι της φαντασίας το χτένισμα, το καθάρισμα και το μοσκοβόλισμα.
Ο ΑΝΤΡΑΣ: Όσο γνωρίζεις πιο καλά, τόσο αγαπάς πιο πλέρια.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ: Όσο και πιο πολύ αγαπάς, και πιο πολύ γνωρίζεις.
Και μέσα μου καημός ξανθός λόγια ξανθά γυρεύει.
Κι αν είναι πλήθος τ’ άσκημα, κι αν είναι τ’ άδεια αφέντες,
φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω,
να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ένας φτάνει.
Τρέμει το απρόσφερτο φιλί στο πυρό στόμ’ απάνου.
Τα πάντα εικόνες είναι, με εικόνες πνέω και ζω.
Η ευτυχία χαμογελά
σε δυο κρυμμένα περιστέρια·
μη τη ζητάς πολύ ψηλά
στα μυστικά και ξένα αστέρια.
Κι αγάπα πιο πολύ απ’ τη χάρη
του μακρυσμένου αποσπερίτη
το βραδυνό μας το λυχνάρι
που θα μας φέγγει μες στο σπίτι.
Σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη.
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.
Μου σφίγγει ο καημός, σα θηλιά το λαιμό
και μες στην καρδιά με δαγκώνει σα φίδι.
Παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξίδι,
χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.
[...]
Ε! ίσως σε τέτοιο ταξίδι αν βρεθώ,
ατέλειωτο, έρμο, σ’ αγνώριστη χώρα,
δε θα ’χω περίσσια λαχτάρα σαν τώρα,
Αγάπη, από σε να χαθώ!
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!
Πόσο ακριβά πληρώνεται τ’ άνθισμα των πατρίδων,
του Μάη κι Απρίλη των εθνών ο ξαναγεννημός!
Τέτοια η Πατρίδα. Θεός κι αυτή. Απάνου από τα σπίτια,
σε λογής τόπους και δεσμούς και πάντα και προτού,
απάνου από τα χώματα κι από τα αμπελοφύτια,
μια είν’ η Πατρίδα, και παντού.
Τ’ είναι τάχα η γυναίκα;
―Μη ρωτάς: πουλάκι, κούκλα,
άνθος, κούτσουρο, χρυσάφι, χάρος, άγγελος, πανούκλα,
ή κουρέλι για το κάρο, ή βασίλισσα για θρόνο·
άνθρωπος δεν είναι μόνο.
Με το τραγούδι υψώνεται της Πολιτείας το κάστρο,
μέσ’ στο τραγούδι ο Νόμος πρωτοβλάστησε,
κι από της λύρας τα όνειρα τα έργα τα μεγάλα.
Η αγάπη σου, όσο κι αν τη σκεπάζεις με του Απρίλη τα τριαντάφυλλα, είναι σα μια κάννα τουφεκιού, γυρισμένη απάνου μου.
Δεν ήταν η αγάπη αγνή. Άλλη είναι η φλόγα που πλάθει και καθαρίζει· το νερό που παστρεύει και που ξεδιψά. Το πείσμα και το μίσος...
Κάθε πουλί ονειρεύεται πως είναι αηδόνι.
Ήρθε και κλείστη μέσα μας, ―ποιος να πιστέψει!―
μια κολασμένη και μια θεία· η Σκέψη, η Σκέψη!
Κι είδε καθείς τ’ απόξω μας, κανείς τα βάθη·
ο κόσμος γλίστρησεν απάνω μας κι εχάθη.