Κανένας, νομίζω, δεν αρνήθηκε την εντατική καλλιέργεια της πεζογραφίας που οφείλεται στη γενιά του ’30. Μήτε την πλατύτερή της σε πολλά συνείδηση των συγκαιρινών προβλημάτων, το ερευνητικό της πνεύμα και την ακόρεστη πολυπραγμοσύνη της. Μα όλα τούτα δε βρήκαν τη σωστή τους δικαίωση παρά σ’ ελάχιστους και σ’ ελάχιστα των ελάχιστων γραψίματα. Από κει και πέρα η πιο ανεδαφική πανδαημοσύνη, η πιο κούφια εμβρίθεια, η πιο αλαζονική δοκησισοφία κι η πιο φοβερή επιτήδευση κυριαρχεί.
Σαν σύνολο, η γενιά του ’30 έφερε ένα καινούργιο ήθος στην πνευματική μας ζωή: τη διαφήμιση, την παρασκηνιακή δραστηριότητα και τη μισαλλοδοξία.
Όλες οι περιπέτειες κοιμούνται μέσα μας.
[...]
Παρόμοιες με τις πατρογονικές φωτογραφίες
στα σπίτια, που μονάξιασαν οι καιροί,
πλήξη και σκόνη,
οι περιπέτειες κοιμούνται μέσα μας.
Η επιζήτηση της αγιότητας κατανταίνει συχνά μια κορυφαία μορφή εγωισμού. Ο Παπαδιαμάντης ο ταπεινότατος, κι είναι παράδοξο τούτο, έφτασε να γίνει εγωιστής από πεισματική διάθεση απραγμοσύνης· ο Μωραϊτίδης από τον έρωτα του απόλυτου.
Το δοκίμιο, ουσιαστικά, δε μπορεί να είναι κριτική προσώπων, κριτική κειμένων, με το νόημα και τον τρόπο που τη νιώθουμε τώρα δα. Είναι κριτική ιδεών. Μέσ’ από το φαινόμενο, μέσ’ από το περιστατικό, αδράχνει το βαθύτερο σάλεμα, την πρώτη κίνηση, κι αν το μπορεί, την πρώτη αιτία. Χρειάζεται πάντα μια δύναμη αφαίρεσης και μια δύναμη αναγωγής, η οικείωση μ’ ένα σωρό μοναξιές, για να κερδίσει την αυτόνομη επάρκειά του ο λόγος και να πετύχει την ποθεινή του αποκρυστάλλωση. Αυτή την αποκρυστάλλωση επιδιώκει το δοκίμιο. Και για τούτο λογαριάζεται πάντα σα μια ανώτερη μορφή κριτικής ―με το πρόσθετο προνόμιο, πως δεν είναι ποτέ, όσο κι αν το επιθυμούν οι καλοπροαίρετοι, συστηματοποιημένη γνώση. Μια τέτοια γνώση ανήκει στην επιστήμη.
Ολάκερος ο κύκλος του έρωτα, του έρωτα του κορμιού, ξετυλίγεται μπροστά στο θεατή [του χορού της κοιλιάς] σε μια σύνθεση, όπου ο ρυθμός, η κίνηση, η έκφραση, η ψυχή αποτελούν ένα σύνολο αδιάσπαστο. Η γυναίκα που χορεύει, δεν δείχνει πως βρίσκεται σ’ ένα δημόσιο χώρο, όπου αναρίθμητα μάτια την παρακολουθούν. Κι είναι χρήσιμο να τα προσέξει κανείς ―χαύνα και λάγνα και παραδομένα στο φρένιασμα του χορού που ολοένα και δυναμώνει, αγκομαχώντας, κοντανασαίνοντας, ίσαμε που να λυθεί στον τελικό του παροξυσμό…
Οι άνθρωποι, που έρχονται, είναι οι τιμωροί.
Θ’ αντιστρέψουν το νόημα των πραγμάτων,
θα καταργήσουν το μέγεθός μας,
θ’ αγνοήσουν τη δόξα μας.