Αχ! Σατανά χλωμόγελο και φλόγα κολασμένη
της Πανδρεμμένης η ματιά μες στην καρδιά πληγώνει.
Υπέρ το όρος έλαμπεν ωραία η σελήνη,
και όμως εις το χρώμα της διέκρινες τον πόνον·
μήπως ερά και δι’ αυτό το μέτωπόν της κλίνει,
ή μη θρηνή τον άνθρωπον εν μέσω των αγώνων;
Όχι! Όχι!―του πάθους η δίνη,
τα λεπτά σου διήνοιξε χείλη,
και σ’ ενέπνευσε πρώτη εκείνη,
η οδύνη σ’ εδίδαξε, φίλη!
Ενώ το άρμα της νυκτός ζοφώδες σκότος χύνει,
ενώ συρίζει ο βορράς και η ανεμοζάλη,
η πνευστιώσα λάμψις σου, παρθενική σελήνη,
ωσεί ακτίς παρήγορος εκ των νεφών προβάλλει.
Καθ’ ύπνους είδον όνειρον... ω! είθε αιωνίως
να έρρεεν εις όνειρα παρόμοια ο βίος.
Όπου σταθώ, όπου γυρίσω,
στον κόσμο ή στην ερημιά,
παντού και πάντα θ’ αντικρύσω
την εδική σου ζωγραφιά.
Θνητοί τετυφλωμένοι, θνητοί βλάκες,
ροφήσατε του βίου τον χυμόν,
πριν άγριος ενσκήψη ο χειμών,
πριν ή του τάφου σάς δεχθούν οι πλάκες.
Αφήσατε την αρετήν, τας πλάνας,
του μάρτυρος τας πενιχράς στεφάνας,
τους πατριωτισμούς και τας θυσίας...
Ροφήσατε το κύπελλον μεστόν·
τα πάντα εφευρέσεις της μωρίας,
προς όφελος καπήλων και ληστών.