Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι,
θαρρώντας που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτη,
ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ’ την απάτη.
Ο ίσκιος που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου,
μες στα βαθιά μεσάνυχτα που πάω στο φτωχικό μου,
να το ’ξερε τι ανάξιος οπού ’μαι τέτοιου τρόμου!
Μύρμηγκα δε ζήμιωσα
κι άνθρωπο δε θύμωσα.
Σαν έμαθε τη λέξη Καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τι κάθομαι δω πέρα;»
Την πράσινη ζακέτα του φορεί
και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,
και τους λέει: Καλησπέρα.
[...]
«Κυρ παπαγάλε, θα ’χομε την τύχη
ν’ ακούσομε τι λες και πάρα πέρα;»
Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει...
μα τι να πει; Ξανάπε: Καλησπέρα.
Να γελούν οι φαντασίες εμάς μονάχα;