Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.
Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.
Έτσι επλάστηκ’ η καρδιά· τους άλλους δεν πιστεύει,
κι όταν εκείνη χαίρεται παντού χαρά αγναντεύει.
Είναι πιο γλυκά απ’ το μέλι
της μητέρας τα φιλιά,
κι είναι πάντοτε κυψέλη
η θερμή της αγκαλιά.
Αν είμαι πλάσμα ανθρώπου,
κι αν η ψυχή μού λείπει,
κι αν κρύβω του προσώπου
κάθε χαρά και λύπη·
κι αν τρέλες αραδιάζω
την ώρα που μιλώ,
κι αν ψεύτικα κοιτάζω,
κι αν ψεύτικα γελώ·
πριν με δικάσεις, κρίνε
καλά, και βεβαιώσου
πως προσωπίδα είναι
και σε το πρόσωπό σου.
Κάθε καιρού και τύπου
και χρόνου κι εποχής
εγώ ’μαι του προσώπου
κι εκείνο της ψυχής.
Στου γέρου το προσκέφαλο στέκει η ζωή θλιμμένη.
Το γλυκό τραγούδι, το πικρό τραγούδι
έλα να το πούμε σήμερα μαζί:
Η χαρά εδώ κάτω μοιάζει με λουλούδι·
τόσο μόνον ζει!
Τι κι αν διαβαίνουν οι καιροί, τι κι αν περνούν οι χρόνοι;
Παλιώνει ο λύχνος, μα ποτέ το φως του δεν παλιώνει.
Όπως το ρόδο τ’ αγαπώ μ’ όλα τ’ αγκάθια πόχει,
έτσι αγαπώ τα χείλη σου κι όταν μου λένε τ’ όχι.
Ξέρω μια τέχνη αλάθευτη και τ’ αγκαθάκια βγάνω,
ξέρω λογάκια μυστικά και τ’ όχι ναι το κάνω.
Έχει ο χειμώνας ομορφιές για μας, γλυκό μου ταίρι,
που δεν τις έχ’ η άνοιξη μήτε το καλοκαίρι·
έχει χαρές ατέλειωτες, έχει και χάρες άλλες,
γιατ’ είν’ οι μέρες του μικρές κι οι νύχτες του μεγάλες.
Σέρνουν γοργοδιαβαίνοντας οι χρόνοι
και θάνατο κι αθανασία μαζί.
Δέντρο, που ο χείμαρρος δεν ξεριζώνει,
ποτίζεται, θεριεύει, αιώνια ζει.
Μη σκιάζεσθε στα σκότη! Η Ελευθεριά
σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι
της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει!
Άκουσε τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη·
στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ’ αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.
Και τ’ αηδόνι τ’ άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε και σώπασε κι έσκυψε κι εστάθη,
για να δει περήφανο τι πουλί είν’ αυτό,
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.
[...]
Είμ’ εγώ τ’ απόκοσμο, το παλιό βιολί
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη·
στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.
Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; Τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με το χρόνο;
Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου, όσο εγώ παλιώνω.
Σφιχταγκάλιασε τη νιότη σου
πριν η νιότη σου σ’ αφήσει·
ό,τι σου ζητήσει δος της το,
όχι κι όσο σου ζητήσει.
Θα χορτάσει. Άφησέ τηνε
πάντα τα γυρεύει κάτι.
Τύφλα να ’χουν τα γεράματα
μπρος τη νιότη τη χορτάτη.
Το δέντρο της ελπίδας τ’ αγκαλιάζει
γλυκιά, παντοτινή καλοκαιριά,
έν’ αηδονάκι απόκοσμο φωλιάζει
στα ωραία του κλαριά.
Μ’ αν τα κλαριά του πάντα είν’ ανθισμένα
κι αν τα φιλεί ο αγέρας χαρωπός,
τι τ’ όφελος; απ’ τ’ άνθη του κανένα
δεν γίνεται καρπός.
Ωραία τα χείλη που δεν εξεστόμισαν
παρά μονάχα προσευχές· τα χέρια
που ξένο χέρι πονηρό δεν τ’ άγγιξε,
τα μάτια που θωρούν μόνο τ’ αστέρια.
Ωραία τ’ αυτιά που πειρασμούς δεν άκουσαν,
όλα είν’ ωραία· μ’ αν θες να με πιστέψεις
ποτέ σου με καράβι πρωτοτάξιδο
μην ταξιδέψεις.