Σα μια σκιά χιμαιρική στης λίμνης τον καθρέφτη,
σαν ό,τι μένει μακρινό πολύ, χαμένο, ωραίο,
σαν τον καπνό, που πάει ψηλά, σαν τη δροσιά που πέφτει,
ω! σ’ αγαπώ σαν καθετί που σβήνεται μοιραίο.
Τα κρίνα συλλογίζομαι, χλωμά και ραγισμένα,
στα δάκρυα ραντισμένα
πονετικής αυγής,
τα ρόδα που έχυσαν τ’ αγνόν, άνθινον αίμα αγάλι,
σ’ αθώρητο κανάλι
στην αγκαλιά της γης.
Τα φύλλα και τα σύννεφα, που φεύγουν και πεθαίνουν,
τα δέντρα να υπομένουν
τη μοίρα τους πικρά,
ό,τι θα μείνει ακίνητο και καθετί που πέφτει,
στης λίμνης τον καθρέφτη
τα νούφαρα νεκρά.
Κι ακόμα συλλογίζομαι, με μια θλιμμένην έννοια,
τα χέρια τα κερένια
―ω! σπαραγμός κρυφός!―
κι εσάς ματάκια που ήσυχα, κάτω απ’ τα βλέφαρά σας,
στα σκοτεινά νερά σας,
βασίλεψε το φως...
Κι απ’ τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ’ αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι...
Πιε το η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η Μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
Όπου και να ’ναι μακριά θα φανεί της Χαράς το νησί...