Γιατί η καρδιά στου πόνου την αντάρα
τ’ άνθη πετά τα πλέον μυροφόρα.
Πνέε ουράνιον αγάπης πνεύμα!
και καταιγίς εάν επαπειλείται,
να μάχεται γνωρίζει η καρδία.
Έτσι η αγάπη μου εχάθη,
αχ, από μια γνωστή αιτία,
μέσα στου στήθους μου τα βάθη,
σαν την πνιγμένη πολιτεία.
Και σαν με δέρνει τρικυμία,
δεν φαίνεται γραμμή καμία
απ’ την εικόνα την αιώνια
στου στήθους μου τα καταχθόνια.
Μα τις στιγμές που η γαλήνη
γλυκιά σ’ εμένα κατεβαίνει
και την καρδιά την ταραγμένη
χαϊδεύει και καταπραΰνει.
Τότ’ η αγάπη μου η θαμένη
λάμπει στο νου μου σαν μαγεία
κι ακούω μοναδικήν αγία,
που στέλλουν χρόνοι ευτυχισμένοι.
Φθείρετ’ η σφαίρα μας, άστρ’ αφανίζονται,
ήλιοι παγώνουν και σκοτίζονται.
Μα της ζωής η δύναμις η θαυμαστή,
μέσα στο χάος μαγικά χυμένη,
μες στον αστάθμητον αιθέρα ριζωμένη,
ποτέ δεν χάνεται, ποτέ δεν θα σβηστεί.
Δυνάμεις δυο μες στους αιώνας κυριεύουν,
κι ανίκητες κι οι δυο παλεύουν:
ο άγριος γίγαντας ο χρόνος, που κρημνίζει
τα πάντα στην ορμητική του τη ροή,
κι η μάγισσα, η πεντάμορφη, η Ζωή,
που μες στου χρόνου τα ρημάδια ανθίζει
ολόδροση και χαρωπή
με τα λουλούδια της τ’ αμάραντα στολίζει
του χρόνου τη μορφή τη σκυθρωπή....
Από του βίου των τριόδων
εις ιδεώδη ποθητά...
Εμπρός σε πόσα ο άνθρωπος τυφλός διαβαίνει,
όταν του κλείνει την ψυχή βαριά φροντίδα!
Μ’ έκφρασιν αλγηδόνος υπερτάτης
ο ποιητής πλανά τον οφθαλμόν
εκείθεν της γλαυκής του πόντου πλάτης,
ένθα ουρανός και κύμα κλίνουσιν, προς ασπασμόν.
Αχ! η ψυχή παντού ζητά την ωραιότητα:
στην έκστασή της, στα υψηλότερα όνειρά της,
στον έρωτα και στη λατρεία και χαρά της,
πεντάμορφη φαντάζεται και τη θεότητα.
Ατίμητο δώρο,
πέτασμα ουρανοπόρο,
άστρο μες στ’ άστρα,
κόσμων αφθάστων,
κόσμων απλάστων
μάγισσα πλάστρα.
Στο πέρασμά της,
σαν θεία διαβάτις
του Χάους φωτίζει
τη σκοτεινιά,
ζωή γεμίζει
την ερημιά.
Νεκρώνεται της συγκινήσεως ο παλμός,
τι να πιστέψω μες σ’ αυτόν τον κυκεώνα;
Μια πίστις μένει και θα μένει στον αιώνα:
ο Δισταγμός.
Ήλθες να δροσίσεις
τη φρυγμένη γη,
και ζωή να χύσεις
στη νεκρή σιγή,
π’ όλα τα βαραίνει,
όλα τα μαραίνει.