Ενθάδε κείται η Σουσού,
αριστοκράτις και λουσού,
κυρία καθώς πρέπει.
Διαβάτα, στάσου ευλαβώς
και υποκλίσου ευγενώς
Γιατί του τάφου τούτου η πλαξ
μπορεί να σου φωνάξει: βλαξ!...
Ζαργάνα.
Πτωχέ άνθρωπε.
Λαϊκοί τύποι και τσοκαρίες.
Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική.
Δυστυχώς όταν έχει κανένας μέσα του τον Μπύθουλα [...], όλα τα εκατομμύρια του κόσμου δεν τον κάνουν άνθρωπο.
Σαν άρθρο πρώτον μιας ζωής ούλτρα αριστοκρατικής έβλεπε η Σουσού το μέγαρο. Και δεν είχε πολύ άδικο. Μπορεί να γίνει αριστοκράτης δίχως σπίτι ανάλογο; Απ’ τον καιρό που υπάρχει κόσμος η Μεγαλομανία βρήκε την έκφρασή της στην αρχιτεκτονική και γέμισε τον κόσμο με παλάτια. Πήγε και πέρ’ απ’ το θάνατο ακόμα. Απ’ τις πυραμίδες της Αιγύπτου ώς τους πλούσιους τάφους του πρώτου νεκροταφείου της Αθήνας τα μάρμαρα μιλάνε τη γλώσσα της Σουσούς.
Δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε.
Ένας πλούσιος φιλότεχνος ―και φιλότεχνοι είναι, φυσικά, μόνο οι πλούσιοι― μπορεί ν’ αηδιάζει στο θέαμα ενός φτωχού. Αλλά ένας φτωχός ζωγραφισμένος από μεγάλον ζωγράφο καταγοητεύει. Άλλο η τέχνη κι άλλο η ζωή. Η ζωγραφική προ πάντων είναι το χαϊδεμένο παιδί του πλούτου. Δουλεύει για την διακόσμησή του.