Δεν είναι ούτε σύννεφο με πάχνη ποτισμένον,
ούτε Ουρί χιονόστηθη ουρανογεννημένη,
ούτ’ άγγελος με πρόσωπον ουρανοφωτισμένον·
είν’ η στολή των γυναικών, είν’ η γλυκιά Ελένη·
η φύσις ανεξάντλητος εντελειών εργάτης,
εις την πλουσίαν ήντλησε πηγήν των θησαυρών της,
κι αφού λαμπρά επροίκισε το αριστούργημά της,
την είδε και εθαύμασε το έργον των χειρών της.
Η έκτασις του αχανούς
Αιγαίου εκοιμάτο,
κ’ έβλεπες δύο ουρανούς·
ο είς ην άνω κυανούς
γλαυκός ο άλλος κάτω.
Ερρόφησα ό,τι γλυκύ
της κύλικος του βίου,
σταγόνα έρωτος· αρκεί.
Τι αν ο βίος διαρκή
αιώνας μαρτυρίου;
Τι προς εμέ και οι θεοί
και η αθανασία;
Αθανασία μου συ ει.
Μακράν σου η μακρά ζωή
μακρά απελπισία.
Της ζωής απαυδών και ψυχρός παροδίτης,
εφερόμην ασκόπως, ανάπαυσιν θέλων,
όταν είδον εμπρός μου να λάμψ’ η μορφή της.
Ήτον όλη συμπάθεια, όλη γλυκύτης
η ωραί’ αδελφή των αγγέλων.
Της Κας Καλλιόπης Κ.
Αι αρχαίαι Μούσαι ήσαν και αρχαίαι και εννέα.
Προτιμώ την Καλλιόπην. Είναι μία κ’ είναι νέα.
Οπόταν μετά φίλων
και τέρψεων ποικίλων
ευθύμως τρωγοπίνων
και γέμων από οίνον
τρυφώ και σπαταλώ,
γελώ.
Αλλ’ όταν ενθυμούμαι,
εγώ πως ευωχούμαι,
και άλλοι στερημένοι,
ημίγυμνοι και ξένοι,
φωνάζουν το «πεινώ»,
θρηνώ.
Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά,
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Μες στ’ άγρια, στα σκοτεινά,
στες τραχιές πέτρες, στα στενά,
ο κλέφτης ξεσπαθώνει.
Στο δεξί χέρι το γυμνό
βαστά αστροπελέκι.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό,
κ’ ελπίδα το τουφέκι.
Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί
το μαύρο του μαχαίρι·
μ’ ιδρώτα βρέχει το ψωμί,
ξέρει να ζήσει με τιμή,
και να πεθάνει ξέρει.
Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί
κι η άδικ’ ειμαρμένη.
Τα πλούτη έχουν οι κακοί,
κι εδώ στους βράχους κατοικεί
η αρετή κρυμμένη.
Όσον δι’ όρκους, κύριε, όρκους πολλούς,
και ασυγκρίτως πλέον απ’ αυτούς καυτούς,
όρκους καμίνια, άσβεστες πυρκαϊές,
περιγραφές ερώτων μυθιστορικών,
όπου βελάζουν ποίμνια ολόκληρα,
όπου μυρίζουν και τα νεκρολούλουδα,
και οι κουρούνες σαν αηδόνια κελαηδούν,
ανέγνωσα εις όλα τα ποιήματα,
με όσ’ αθανασίας λάτραι άγουροι
από τα βάθρα των δημοτικών σχολών
πλουτίζουν την Ελλάδα και τον τύπον της.
Οι όρκοι κ’ αι ποιήσεις αι ερωτικαί,
ως κάθε πραγματεία που επλήθυνε,
εξέπεσαν, κι ολίγην έχουν πέρασιν.
Επέρασ’ ο χειμώνας,
ανέλυσε το χιόνι,
και στους παλιούς ανθώνας
επέστρεψες αηδόνι,
πουλί του Παρνασσού.