Διά να γίνει ένας καλοπίχερος ζωγράφος, χρεία δύο πράγματα. Το ένα να έχει ζωντανόν και έξυπνον νουν, διά να λογιάσει καμμίαν όμορφην εικόνα και κανένα θαυμαστόν έργον. Το άλλο, χρεία είναι να του υποτάσσεται και το χέριν του, διά να ηξεύρει να χρωματίζει με το κονδύλιν εκείνο οπού ελόγιασε με τον νουν του.
Ανάμεσα εις τους καθρέφτες, ευρίσκονται κάποιοι καθρέφτες οι οποίοι είναι ωσάν σηκωμένοι και στρογγυλοί. Άλλοι, εκ του εναντίον, ευρίσκονται βαθουλοί και χαμηλοί. Εκείνοι οπού είναι στρογγυλοί και προς τα έξω σηκωμένοι, δείχνουν το πρόσωπον εκείνου οπού τον κοιτάζει μικρόν, καλά και να είναι ατόν του μεγάλον’ οι χαμηλοί και βαθουλοί καθρέφτες κάμνουν όλον το εναντίον, διότι κάμνουν να φαίνεται το πρόσωπον μεγάλον. [...] Έτζι λοιπόν, δύο λογιών ανθρώποι ευρίσκονται εις τον κόσμον, εις τους οποίους ωσάν εις καθρέφτην φαίνεται ο Θεός. Οι πρησμένοι και σηκωμένοι, τουτέστιν οι υπερήφανοι, οι θυμοσιάρηδες και οι ακατάδεκτοι ανθρώποι, δείχνουσι τον θεόν μικρόν. [...] Άλλοι ανθρώποι είναι ωσάν οι βαθουλοί καθρέφτες διά την ταπείνωσιν οπού έχουν, και εις τούτους φαίνεται ο Θεός μεγάλος και μεγαλότατος.
Ο δρόμος και η συνήθεια του θεού είναι να αρχινά από τα μικρά και χαμηλά πράγματα, μάλιστα από το μηδετίποτε. Απέκει, από ολίγον-ολίγον, να παγαίνει αυξαίνοντας πάντα εις μεγαλύτερον.
Ωμότατος πόλεμος είναι ανάμεσα εις την σάρκα και εις το πνεύμα. [...] Και αν από καμμίαν δυστυχίαν συνέβη εις αυτόν τον πόλεμον να νικήσει η σάρκα και να νικηθή το πνεύμα, ω πώς χαίρεται διότι ενίκησε. [...] Το πνεύμα, ήγουν η ψυχή, απομένει θλιμμένη, πικραμένη, ασθενημένη, σκλάβα του κορμιού, και κάμνει ει τι θέλει εκείνο. Τρώγει, πίνει, χαίρεται εις τα κοσμικά πράγματα, εις παιγνίδια και εις άλλες ηδονές. Εκ του εναντίου, αν νικήσει η ψυχή και υποτάξει το κορμί, το παιδεύει με νηστείες, με προσευχές, με γονυκλισίες. Θέλεις ιδείν τότε το κορμί ταπεινόν, ήσυχον, ήμερον, και θλιμμένον, και την ψυχήν να ευφραίνεται και να χαίρεται, ωσάν καλός νικητής.
Όταν περνάς από ένα χωράφι σπαρμένον σιτάριν, κοίταξε καλά, και θέλεις ιδείν κάποια στάχυα να είναι σηκωμένα ψηλά, και να στέκονται ορθά και όμορφα, ωσάν τα κεριά. Άλλα θέλεις ιδείν να είναι διπλωμένα και να κλίνουσιν κάτω. Αφόντις ιδείς τέτοιας λογής διαφοράν των ασταχύων, πάραυτα γνωρίζεις ότι τα αστάχυα οπού στέκονται ορθά, δεν έχουν μέσα των πολύν σιτάρι, μόνον ολίγον ή ουδετίποτες καρπόν, αμή τα διπλωμένα και πεσμένα κάτω είναι γεμάτα καρπόν.
Έτζι και το χωράφι του κόσμου τούτου, βλέπεις όλους τους ανθρώπους ωσάν τα στάχυα.
Είναι ακόμη και ηθικός, μάλιστα φυσικός νόμος, κάθε ένας να αντιστέκεται και να υπερμαχεί της πατρίδος του, καν τε καλή και ονομαστή είναι, καν τε αχαμνή, πτωχή, και εις πολλούς αγνώριστη.